26/1/11

«Capriccio» - Η ιστορία του έργου

Ένα καπρίτσιο είναι ένα ζωηρό μουσικό κομμάτι. Όταν ο Strauss συνέθετε αυτή την όπερα, είχε σκεφτεί ένα ειρωνικό και εύθυμο έργο. Ο υπότιτλος «Έργο συζήτησης με μουσική» υπογραμμίζει αυτή την πρόθεσή του.
Το ερώτημα που τίθεται στο Capriccio είναι τόσο παλιό όσο και το ίδιο το μουσικό θέατρο: «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια;» (Prima la musica, dopo le parole?). Τι προηγείται: ο λόγος ή η μουσική; Στα μέσα του 18ου αιώνα, στο Παρίσι μάχονταν από τη μια οι «Γκλουκιστές», οι οποίοι προτιμούσαν την απέριττη μελωδική διαμόρφωση και το εύληπτο κείμενο, φόρμες που εισήγαγε ο Κρίστοφ Βίλιμπραντ Γκλουκ, και από την άλλη οι «Πιτσινιστές», οι οποίοι διατηρούσαν τη μορφή μπαρόκ του Νικολό Πιτσίνι. Η διαμάχη αυτή επηρέασε τόσο πολύ τους εραστές της όπερας, ώστε ο Αντόνιο Σαλιέρι εισήγαγε στη σκηνή ένα μονόπρακτο γι’ αυτό το ζήτημα το 1786 στη Βιέννη, σε μια γιορτή που πραγματοποιήθηκε στους κήπους του ανακτόρου Σένμπρουν. Το λιμπρέτο για το «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια;» (Prima la musica, dopo le parole?) από τον Αμπέ Τζοβάνι Μπατίστα Κάστι έφτασε 150 χρόνια αργότερα στα χέρια του Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος επέστησε την προσοχή του Strauss στο υλικό αυτό.
Ο Τσβάιχ, ο οποίος είχε ήδη γράψει το λιμπρέτο για το έργο του Strauss «Σιωπηλή γυναίκα» (1934-1935), εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής ζούσε εξόριστος στο Λονδίνο. Δεν του επιτρεπόταν να εκδώσει τίποτε στη ναζιστική Γερμανία, αλλά ούτε και στην πατρίδα του την Αυστρία μετά την ένωσή της με τη Γερμανία το 1938. Πέρα από αυτό ο Τσβάιχ δεν επιθυμούσε να συνεργαστεί ξανά με τον Strauss, ο οποίος είχε στρατευθεί από το ναζιστικό καθεστώς, αν και ο συνθέτης του το ζητούσε.
Γι’ αυτό ο Strauss στράφηκε για την επεξεργασία της ιδέας του Capriccio στο θεατρολόγο Γιόζεφ Γκρέγκορ. Ο τελευταίος είχε ήδη γράψει τα κείμενα για το «Ημέρα της Ειρήνης» και το «Δάφνη» (και τα δύο έργα του 1938) του Strauss, χωρίς όμως να έχει πείσει το συνθέτη για τις ικανότητές του. Ακόμα και για το νέο έργο, ο Strauss προβληματιζόταν, καθώς δεν επιθυμούσε μια παραδοσιακή όπερα, αλλά «ένα δραματουργικό έργο», μια «θεατρική φούγκα». Το Σεπτέμβριο του 1939 έγραψε στο μουσικό διευθυντή και φίλο του Klemens Kraus: «Για το αν τα καταφέρει ο Γκρέγκορ να δημιουργήσει κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να το πω ακόμα. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς θέλω: όχι λυρισμό, όχι ποίηση, όχι συναισθηματισμούς: θέατρο της λογικής, πνεύμα και στεγνό χιούμορ!» Ο Kraus κατάλαβε. Αντάλλαξε την μπαγκέτα με πένα και δημιούργησε, βασιζόμενος στην κύρια ιδέα του λιμπρέτου του Κάστι, ένα ιδιοφυές «Έργο συζήτησης με μουσική»: Capriccio.
Ο ίδιος ο Strauss ήταν υπέρ των δικαιωμάτων της μουσικής. Όταν ο Kraus το 1942, ως μουσικός διευθυντής στις πρόβες του Capriccio για την πρεμιέρα, έκανε κήρυγμα στους ερμηνευτές του Εθνικού Θεάτρου του Μονάχου ότι η όπερα δεν έχει νόημα όταν δεν μπορείς να καταλάβεις κάθε λέξη, ο 87χρονος Strauss παρενέβη: «Ε, αν κάποιος άκουγε περιστασιακά λίγο και από τη μουσική μου, δεν θα με πείραζε». Στην πρεμιέρα στις 28 Οκτωβρίου του 1942 πήραν μέρος: η σύζυγος του Klemens Kraus, η Ρουμάνα Βιόρικα Ουρσουλεάκ ως κόμισσα και ως Ολιβιέ ο μπάσος-βαρύτονος Χανς Χότερ, ο οποίος έκανε διεθνή καριέρα μετά τον πόλεμο και πέθανε το 2006.
Με το έξυπνο «Έργο συζήτησης με μουσική» και «μικρή όπερα συζήτησης» Capriccio, ο Strauss φοβόταν (άδικα) ότι το απλό κοινό δε θα μπορέσει να ταυτιστεί, αλλά το έργο αυτό θα παρέμενε ένα διαμαντάκι για τους διανοούμενους. Η «θεατρική φούγκα» εξελίχθηκε σε μια από τις καλύτερες όπερες μεταξύ των έργων που συνέθεσε στα χρόνια της ωριμότητάς του και παραμένει μέχρι και σήμερα ένα δημοφιλές έργο.
Όταν ο Κράους πρότεινε στον Strauss να συνθέσει άλλη μια όπερα, ο συνθέτης απάντησε: «Πιστεύετε, στα αλήθεια, ότι μπορεί μετά το Capriccio να ακολουθήσει κάτι καλό; Δεν είναι αυτή η δίεση μείζονα ο καλύτερος επίλογος της θεατρικής μου πορείας; Πίσω σου μπορείς να αφήσεις μόνο μια διαθήκη!»

Richard Strauss (1864-1949)
Ο Richard Strauss γεννήθηκε το 1864 στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν ο πιο φημισμένος εκτελεστής γαλλικού κόρνου στη Γερμανία, και η μητέρα του ήταν η κόρη της εύπορης οικογενείας ζυθοποιών Πσορ. Δεν υπήρχε καμιά συγγένεια με τη δυναστεία του βαλς Στράους.
Σε ηλικία 6 ετών συνέθεσε ήδη το πρώτο του τραγούδι. Το 1882 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας, Αισθητικής και Ιστορίας της τέχνης, τα οποία όμως διέκοψε ύστερα από λίγο, επειδή προτιμούσε να ταξιδεύει. Έτσι γνώρισε το διευθυντή της ορχήστρας της Αυλής του Meiningen, τον Hans von Billow, ο οποίος τον έφερε στο Meiningen το 1885 ως βοηθό του. Ένα μήνα μετά την αποχώρηση του Billow, ο Strauss ορίστηκε επικεφαλής της ορχήστρας. Εκεί γνώρισε τους μέντορές του: Johannes Brahms και Alexander Ritter.
Ο Strauss είχε τις πρώτες του επιτυχίες ως μουσικός διευθυντής, αφιερώθηκε όμως και στη σύνθεση. Επηρεασμένος από τον Ritter, στράφηκε προς το συνθετικό στιλ του Βάγκνερ και έγραψε τα δικά του πλέον σημαντικά έργα, παράλληλα με τις όπερες, τα μοναδικά «Συμφωνικά ποιήματα» μεταξύ των οποίων το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».
Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με τις όπερές του «Ηλέκτρα» (1909) και «Ο Ιππότης με το ρόδο» (1910). Ακολούθησαν και άλλες όπερες. Μετά το «Γυναίκα δίχως ίσκιο» (1919), ο Strauss εγκατέλειψε την ασφαλή πειραματική μέθοδο σύνθεσης και ανέπτυξε έναν προσεγμένο κλασικισμό. Το τελευταίο μεγάλο έργο του ήταν το «Τέσσερα τελευταία lieder» για σοπράνο και ορχήστρα (1948). Πέθανε το 1949 στο Γκάρμις-Πάρτενκιρχεν. Ένα χρόνο μετά πέθανε και η σύζυγός του, η διακεκριμένη σοπράνο Pauline Strauss de Ana.

Ο Strauss, η GEMA και το ναζιστικό καθεστώς
Ο Richard Strauss δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα. Είχε, όμως, την άποψη ότι οι συνθέτες θα πρέπει να επιβιώνουν από τη δουλειά τους (οι περισσότεροι εργάζονταν ως μουσικοί ή μουσικοί διευθυντές). Γι’ αυτό, ο Strauss απαιτούσε ο συνθέτης να λαμβάνει ένα μέρος από τις εισπράξεις κάθε παράστασης, γεγονός που του χάρισε μέχρι σήμερα τη φήμη του φιλάργυρου.
Το 1898 ο Strauss τέθηκε υπέρ της σύστασης ενός συλλόγου συνθετών. Η ιδέα αυτή οδήγησε το 1903 στην ίδρυση της GEMA (Σύλλογος για τα δικαιώματα της μουσικής των παραστάσεων), η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Το γεγονός ότι ο Strauss ανακηρύχθηκε το 1933 πρόεδρος της Reichsmusikkammer (τα μουσικά δρώμενα του Γ’ Ράιχ), ίσως να σχετίζεται με την ίδρυση της GEMA. Μαρτυρίες εκείνης της εποχής διαβεβαιώνουν ότι ο μη πολιτικοποιημένος Strauss αγνοούσε τα πιστεύω των εθνικοσοσιαλιστών. Οι απόψεις για τη στάση και δράση του κατά την περίοδο του Ναζισμού είναι αντιφατικές. Όταν το καθεστώς απαγόρευσε το 1933 στον Εβραίο Μπρούνο Βάλτερ να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την μπαγκέτα ανέλαβε ο Strauss, μια πράξη που προκάλεσε σύγχυση στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Από την άλλη πλευρά, λέγεται ότι ο Strauss, του οποίου η νύφη ήταν μισή Εβραία, χρησιμοποίησε τη θέση του για να σώσει γνωστούς του Εβραίους. Έτσι, υποστήριξε και τον Εβραίο Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος είχε γράψει το λιμπρέτο για τη «Σιωπηλή γυναίκα», που έκανε πρεμιέρα το 1935. Ο Αδόλφος Χίτλερ έκανε μποϊκοτάζ στην παράσταση αυτή και ο Strauss αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου.
Παρόλα αυτά, το 1938 παρουσίασε το Φεστιβάλ του Γ’ Ράιχ, το μοναδικό που πραγματοποιήθηκε από τις 22 μέχρι τις 28 Μαΐου στο Düsseldorf. Στα πλαίσια αυτής της εορταστικής εβδομάδας, παρουσιάστηκε και η έκθεση «Η μουσική χωρίς τέχνη», η οποία στιγμάτιζε συνθέτες εβραϊκής καταγωγής ή συνθέτες που είχαν πέσει σε δυσμένεια.
Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Strauss έδρασε κυρίως ως μουσικός διευθυντής στο Μπαϊρόιτ αλλά και εκτός. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Το έργο του είχε και έχει μεγάλη δύναμη και έχει επηρεάσει αρκετούς συνθέτες μέχρι και σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου