1/2/11

«Macbeth» του Giuseppe Verdi

Πώς είναι δυνατόν ένα έγκλημα να οδηγήσει το δράστη, που επιδιώκει την εξουσία, και σε άλλα εγκλήματα, μέχρι να τον καταπιεί η άβυσσος. Το θέμα αυτό πραγματεύεται η συγκλονιστική όπερα Macbeth.
Το πρελούδιο αρχίζει μ’ ένα κομμάτι ταυτοφωνίας που προορίζεται για ξύλινα πνευστά, «κλεμμένο» από τη σκηνή με τις μάγισσες στην αρχή της Γ’ Πράξης. Ακολουθεί ένα πέρασμα από μουσική της Γ’ Πράξης που συνοδεύει την εμφάνιση των βασιλιάδων. Το δεύτερο μισό της εισαγωγής προέρχεται σχεδόν όλο από τη σκηνή της Δ’ Πράξης, όπου η λαίδη Μάκβεθ υπνοβατεί.
Το δράμα εκτυλίσσεται τον 11 αιώνα στο παλάτι του Μάκβεθ στη Σκοτία, στα σύνορα μεταξύ Σκοτίας και Αγγλίας.

Α’ Πράξη (Ένας βασιλιάς δολοφονείται)
Στη σκοτεινή κοιλάδα στα σύνορα Σκοτίας και Αγγλίας, οι μάγισσες πραγματοποιούν μια νυκτερινή σύναξη. Η μια περιγράφει στην άλλη τις μαγικές της ικανότητες.[1] Οι Μάκβεθ και Μπάνκο, και οι δυο στρατηγοί στις δυνάμεις του βασιλιά Ντάνκαν, εμφανίζονται στη σκηνή. Επιστρέφουν από μια νικηφόρα μάχη. Αμέσως οι μάγισσες προφητεύουν στους στρατηγούς τη μοίρα τους. Ο Μάκβεθ θα γίνει κύριος του Γκλάμις και του Κόντορ και στη συνέχεια, βασιλιάς όλης της Σκοτίας. Ο Μπάνκο, από την άλλη, θα είναι πρόγονος μιας καινούργιας βαισιλικής δυναστείας. Οι δυο άντρες κοιτάζονται δύσπιστα: «Οι γιοι σου θα γίνουν βασιλείς!», «Εσύ θα είσαι βασιλιάς πριν από αυτούς!».
Πριν εξαφανιστούν οι μάγισσες, η πρώτη προφητεία πραγματοποιείται. Η είδηση φτάνει υπό τους ήχους μιας νικηφόρας παρέλασης. Ο Μάκβεθ ανακηρύσσεται άρχοντας του Γκάμις και του Κόντορ. Όταν ο Μάκβεθ αναφωνεί: «Ζει ακόμη!», οι αγγελιαφόροι του απαντούν: «Μόλις εκτελέστηκε!». Ο Μάκβεθ ανατριχιάζει στο άκουσμα της είδησης. Η πρώτη προφητεία για τον Μάκβεθ έχει πραγματοποιηθεί! Και η δεύτερη...; Αποφασίζει όμως να είναι προσεκτικός και να μην εποφθαλμιά το θρόνο.
Οι μάγισσες πάλι χαίρονται που έχουν βοηθήσει το πεπρωμένο να πάρει το δρόμο του. Είναι σίγουρες ότι ο Μάκβεθ θα ζητήσει ξανά τη συμβουλή τους.
Στο κάστρο, η λαίδη Μάκβεθ λαμβάνει μια επιστολή από το σύζυγό της και μαθαίνει τα λαμπρά νέα. Σ’ αυτή τη σκηνή-κλειδί ξεδιπλώνεται όλος ο ψυχολογικός μηχανισμός που πυροδοτεί τα μοιραία γεγονότα. Από υπέρμετρη φιλοδοξία και αδάμαστο πόθο για εξουσία, η λαίδη αποφασίζει να βοηθήσει τον άντρα της να ανέβει στο θρόνο. Γι’ αυτό είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα: «Nel di della vittoria - Vieni! Taffretta» (Τη μέρα της νίκης: Έλα γρήγορα! Η καρδιά σου έχει ανάγκη από φλόγα, θα σου δώσω το αναγκαίο θάρρος για το μεγάλο εγχείρημα).[2] Αυτά είναι τα λόγια της λαίδης ενώ διαβάζει την επιστολή του Μάκβεθ. Και αναφωνεί μόνη της: «Θα είσαι ο βασιλιάς της Σκοτίας!».
Όταν η λαίδη πληροφορείται ότι στο παλάτι της θα διανυκτερεύσει ο βασιλιάς Ντάνκαν, τότε συλλαμβάνει και το σχέδιο της δολοφονίας του. Ο Μάκβεθ, που καταφθάνει με το βασιλιά, πείθεται, παρά τις αρχικές αμφιβολίες του, να εκτελέσει το σχέδιο. Αυτό που δεν ξέρει το κοινό, είναι ότι όλα θα γίνουν το βράδυ αυτό. Ο Μάκβεθ εμφανίζεται στη σκηνή κρατώντας ένα ματωμένο στιλέτο. Είναι συγκλονισμένος για την αποτρόπαιη πράξη του. Νιώθει να τον περιτριγυρίζουν εκδικητικά πνεύματα. Η λαίδη συντονίζεται με την ερμηνεία του, αλλά με άλλη προσέγγιση. Το ύφος της φανερώνει ξεκάθαρα ότι θεωρεί τις τύψεις του ένδειξη αδυναμίας. Στη συνέχεια η ψυχρή λαίδη παίρνει το στιλέτο και το «φορτώνει» στους κοιμισμένους φρουρούς.
Το επόμενο πρωί ο Σκοτσέζος ευγενής Μάκνταφ βρίσκει το δολοφονημένο βασιλιά. Ο Μάκνταφ είναι, όπως το είχε πει ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ένα εξαιρετικά δύσκολος ρόλος για τους τενόρους. Απαιτεί έναν δραματικό, στιβαρό αλλά και νεαρό τενόρο-ήρωα. Φωνάζοντας δυνατά, ο Μάκνταφ μαζί με τον Μπάνκο ξυπνούν τους ευγενείς και το υπηρετικό προσωπικό. Φορώντας ακόμα τα νυχτικά τους, εμφανίζονται όλοι στη σκηνή για να καταραστούν, στο μεγάλο φινάλε της Α’ Πράξης, το φονιά: «Schiudi, inferno, la bocca» (Άνοιξε, κόλαση, το στόμιό σου).[3] Ο Μάκβεθ και η γυναίκα του καταριούνται κι αυτοί με προσποιητή φρίκη το δολοφόνο.

Β’ Πράξη (Ο δεύτερος φόνος)
Ο γιος του Ντάνκαν, ο νόμιμος διάδοχος, έχει διαφύγει στην Αγγλία καθώς όλοι τον θεωρούν δολοφόνο του πατέρα του. Έτσι, βασιλιάς της Σκοτίας ανακηρύσσεται ο Μάκβεθ. Ο τελευταίος, όμως, είναι καταβεβλημένος και κυριευμένος από αρνητικά προαισθήματα. Αναλογίζεται την προφητεία που του έδωσαν οι μάγισσες... «Οι απόγονοι του Μπάνκο θα είναι οι μελλοντικοί βασιλείς». «Λοιπόν θα ξανατρέξει αίμα, σύζυγέ μου», αυτή τη φορά δε χρειάζεται η προτροπή της συζύγου του. Αποφασίζει ο ίδιος να εξολοθρεύσει, και μάλιστα αυτό το βράδυ, τον Μπάνκο και το γιο του τον Φληνς. Η λαίδη θριαμβολογεί: «La luce langue» (Ο ήλιος έδυσε).[4]
Τώρα έχει πέσει η νύχτα. Μισθωμένοι δολοφόνοι περιμένουν τον Μπάνκο και το γιο του. Σκοτώνουν τον πατέρα (ο φόνος πραγματοποιείται πάνω στην ανοιχτή σκηνή), ενώ ο γιος κατορθώνει να ξεφύγει.
Στο μεταξύ ο Μάκβεθ παραθέτει δείπνο. Το νεοστεμμένο ζευγάρι εμφανίζεται στη σκηνή, συνοδευόμενο από εύθυμη, χορευτική μουσική. Η λαίδη δίνει την ευχή της: «Si colmi il calice» (Ας κυλήσει το καλύτερο κρασί),[5] και ένας υπηρέτης φέρνει τα νέα για τη δολοφονία του Μπάνκο. Όταν ο βασιλιάς ετοιμάζεται να πάρει τη θέση του στο εορταστικό τραπέζι, βλέπει το φάντασμα του Μπάνκο και αρχίζει, σοκάροντας έτσι τους καλεσμένους, να του μιλάει. Η λαίδη προσπαθεί να σώσει την κατάσταση προτρέποντας όλους τους καλεσμένους να ευχηθούν ξανά. Θεωρεί τη μανία του συζύγου της αδυναμία: «Δειλέ! Ο φόβος σε κάνει να βλέπεις φαντάσματα».

Γ’ Πράξη (Τα πνεύματα των μελλοντικών βασιλιάδων)
Εμφανίζονται οι μάγισσες σε μια εντυπωσιακή σκηνή, όπως και στην έναρξη της όπερας.[6] Αρχίζουν να περιγράφουν πώς φτιάχνουν ένα μαγικό φίλτρο με τα πιο φρικτά υλικά: γλώσσες φιδιών, πνευμόνια σαύρας, εκχυλίσματα ριζών, αίμα αρουραίων, δόντια δράκου, ουρά ύαινας...
Ο Μάκβεθ επιθυμεί να μάθει από τις μάγισσες και πάλι το μέλλον του. Αυτές του προτείνουν να μιλήσει ο ίδιος με τα πνεύματα, τις άγνωστες δυνάμεις που υπηρετούν. Εμφανίζονται τρεις μορφές με τρεις προφητείες. Η μία προειδοποιεί τον Μάκβεθ να προσέχει τον Μάκνταφ. Η δεύτερη του λέει ότι δεν κινδυνεύει από όποιον γεννήθηκε από γυναίκα, και η Τρίτη ότι θα διατηρήσει τη φήμη του και θα παραμείνει αήττητος μέχρι το δάσος του Μπέρναμ να κινηθεί εναντίον του.
Όταν ο Μάκβεθ ρωτά αν στο θρόνο τον διαδεχθούν οι απόγονοι του Μπάνκο, εμφανίζονται τα πνεύματα 8 βασιλιάδων μαζί με το πνεύμα του Μπάνκο. Ο Μάκβεθ καταρρέει τρομαγμένος «Παράτα τη ζωή, απαίσιο στοιχειό!». Οι μάγισσες ζητούν από τα πνεύματα να τον βοηθήσουν να συνέλθει. Ο Μάκβεθ ενημερώνει τη γυναίκα του, η οποία τον έχει ακολουθήσει, για τις τρεις προφητείες και ορκίζεται μαζί της να καταστρέψει την οικογένεια του Μάκνταφ και τον Φληνς: ντουέτο: «Ora di morte e di vendetta» (Ώρα της εκδίκησης, ώρα του θανάτου).[7]

Δ’ Πράξη (Η καταστροφή του σατανικού ζευγαριού)
Στη σκηνή έχουν συγκεντρωθεί πρόσφυγες από τη Σκοτία και παραπονιούνται για το χαμό της πατρίδας τους και για την τυραννία του Μάκβεθ: «Patria opressa!» (Πατρίδα καταπιεσμένη!).[8] Την ίδια ώρα ο Μάκνταφ θρηνεί για τη δολοφονία της οικογένειάς του από τον Μάκβεθ: «O figli, o figli miei!» (Αγαπημένα μου παιδιά! Ο τύραννός σας δολοφόνησε). Οι Σκοτσέζοι, μαζί με ένα αγγλικό στράτευμα που το οδηγεί ο Μάλκομ, έχουν αποφασίσει να έρθουν αντιμέτωποι με τον Μάκβεθ και να σώσουν την πατρίδα τους. Καμουφλάρονται με κλαδιά που έχουν πάρει από το δάσος του Μπέρναμ.
Στο παλάτι τώρα καταδιώκεται και η λαίδη Μάκβεθ από εφιάλτες, ξαναζώντας τις αιματοβαμμένες πράξεις της: «Una macchia è qui tuttora» (Εδώ είναι ακόμα η κηλίδα).[9] Ο Μάκβεθ αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα των πράξεών του «Pietà, rispetto, amore» (Συμπάθεια, σεβασμός, αγάπη) και διαισθάνεται την τύχη που τον περιμένει: «Οι θρηνητικές κραυγές θα είναι ένα σύννεφο από κατάρες».
Όταν ανακοινώνουν στον Μάκβεθ ότι η γυναίκα του έχει πεθάνει, δεν νιώθει τίποτα. Η ζωή του δεν έχει κανένα νόημα. Του φωνάζουν ότι το δάσος του Μπέρναμ κινείται προς το κάστρο, και αυτός αναχωρεί για την τελευταία του μάχη. Στην αναταραχή της μάχης, στέκεται απέναντι στον Μάκνταφ, σίγουρος για τη νίκη (κανένα γέννημα γυναίκας δεν μπορεί να τον νικήσει). Ο Μάκνταφ, όμως, του λέει με δυνατή φωνή ότι τον πήραν με τομή από το σώμα της μητέρας του, και με αυτή τη δήλωση εκπληρώνεται και η τελευταία προφητεία. Ο Μάκβεθ πεθαίνει από το χέρι του Μάκνταφ, ο οποίος ανακηρύσσει βασιλιά τον Μάλκομ.
Η όπερα κλείνει με ένα σπουδαίο χορωδιακό κομμάτι. Όλοι οι ευγενείς της Σκοτίας τραγουδούν για το τέλος της τυραννίας και την απελευθέρωση της πατρίδας τους.[10] Με αυτό το πατριωτικό κομμάτι μια φρικτή εποχή φτάνει στο τέλος της, το σατανικό ζευγάρι, ο Μάκβεθ και η γυναίκα του, τιμωρούνται χάνοντας την ίδια τους τη ζωή και η δικαιοσύνη επικρατεί.


[1] Η χορωδία με τις μάγισσες, με την οποία ξεκινά η Α’ Πράξη, αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο: «Che faceste? Dite su!» (Τι κατορθώσατε; Πείτε!) βρίσκεται σε μινόρε κι ερμηνεύεται σχεδόν ψιθυριστά. Το δεύτερο μέρος: «Le sorelle vagabonde» (Εγώ προκαλώ άγριους ανέμους... - Κι εγώ άγρα κύματα ψηλά σαν πύργους) συνοδεύει ρυθμικά στην παράλληλη μείζονα κλίμακα. Και στα δύο μέρη εντοπίζονται ηχοχρώματα που χαρακτηρίζουν τις μάγισσες σε όλη τη διάρκε2ια της όπερας: εύηχα και διαπεραστικά ξύλινα πνευστά, έγχορδα με μεταλλικό ήχο και ρυθμικές μετατοπίσεις.
[2] Η καβατίνα της λαίδης, που είναι η κύρια πρωταγωνίστρια της όπερας, κερδίζει σε δύναμη από τη μη συμβατική παρουσία της λαίδης, ειδικά στο πρώτο μέρος της άριας αυτής. Αποφεύγονται τυπικές επαναλήψεις και πραγματοποιούνται «ταξίδια» σε μακρινές αρμονικές περιοχές. Η καβατίνα αυτή είναι, όπως και οι υπόλοιπες άριές της, ένα εξαιρετικό κομμάτι για δραματική σοπράνο.
[3] Η είδηση για το θάνατο του Ντάνκαν απελευθερώνει αυτό το concertato adagio. Ακολουθεί μια ήρεμη και ασυνόδευτη προσευχή που καταλήγει σε μια υπέροχη μελωδία ζητώντας τη θεϊκή εκδίκηση.
[4] Ο Βέρντι είχε αντικαταστήσει για την παράσταση του Παρισιού την ίσως συμβατική άρια θριάμβου της λαίδης με το αποσπασματικό αυτό κομμάτι, που με τους χρωματισμούς του, ανήκει στην ώριμη δημιουργική περίοδο του συνθέτη.
[5] Ακόμα και στη ρυθμική ερμηνεία της πρόποσης αυτής, η φρίκη και ο τρόμος φαντάζουν να λικνίζονται μαζί. Το κομμάτι αυτών που γιορτάζουν έχει στόχο να αποσπάσει την προσοχή από το φρικιαστικό όραμα του Μάκβεθ, που φαντάζεται τον δολοφονημένο Μπάνκο να παρευρίσκεται ανάμεσα στους καλεσμένους του.
[6] Μετά από μια θυελλώδη ορχηστρική εισαγωγή, η χορωδία με τις μάγισσες επιστρέφει με το αρχικό μοτίβο του πρελούδιου. Αυτή είναι η πρώτη από μια σειρά αυξανόμενες ζωηρές και ρυθμικά ακανόνιστες μελωδίες. Έτσι αποκαλύπτεται το αλλόκοτο και το υπερφυσικό.
[7] Το ντουέτο της εκδίκησης απαιτεί την αφοσίωση των ερμηνευτών. Ο Βέρντι δεν ήθελε εδώ να ακουστούν υπέροχες φωνές, αλλά να εκφραστούν δύναμη και βία. Το ντουέτο της παρισινής έκδοσης αντικατέστησε ένα μονόλογο του Μάκβεθ.
[8] Στην αρχική εκδοχή η χορωδία θυμίζει τα περίφημα χορωδιακά κομμάτια των προηγούμενων έργων του Βέρντι. Η παρισινή εκδοχή είναι ένα από τα πιο ωραία χορωδιακά κομμάτια του συνθέτη, με φίνες λεπτομέρειες στην αρμονία και στο ρυθμό.
[9] Η κορυφαία σκηνή της όπερας είναι η μεγάλη σκηνή της υπνοβασίας. Έπρεπε, όπως και το ντουέτο στο τέλος της Γ’ Πράξης, σύμφωνα με τον Βέρντι «να μην τραγουδηθεί απλά, αλλά να ερμηνευτεί με υπόκωφη και αινιγματική φωνή». Η λαίδη Μάκβεθ έπρεπε να τραγουδήσει με μια «βραχνή, πνιγμένη, κούφια φωνή». Οι επαναλήψεις υπογραμμίζουν τις κηλίδες που δεν ξεπλένονται. Τα σχεδόν ανέφικτα περάσματα και οι ακραίες κορώνες ανήκουν στις μεγαλύτερες απαιτήσεις που θέτει αυτός ο δύσκολος ρόλος. Απαιτεί χρωματισμούς και ευκολία στα υψηλά, καθώς και απόλυτη μαεστρία στο βάθος.
[10] Στην τελική σκηνή, η μάχη παρουσιάζεται με ένα ορχηστρικό πέρασμα σε στιλ φούγκας. Το αρχικό σύντομο φινάλε της όπερας με ένα «Mal per me!» (Αλίμονό μου!) του Μάκβεθ αντικαταστάθηκε από τον Βέρντι για την Όπερα του Παρισιού με έναν ύμνο νίκης. Με τα ρυθμικά σημεία του ανήκει σ’ ένα από τα πιο μοντέρνα κομμάτια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου