9/2/11

«Φάλσταφ» - Η ιστορία του έργου

Ο Σαλιέρι και ο λιμπρετίστας του, ο Ντεφραντσέσκι, προσάρμοσαν τον «Φάλσταφ» του Σαίξπηρ με επιτυχία, δείχνοντας όχι μόνο γνώση, αλλά και πρωτοτυπία. Η συνεργασία αυτή αποτελεί μια άξια συνέχεια για τα έργα του διδύμου Μότσαρτ-Ντα Πόντε.
Η κωμωδία «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, η οποία παρουσιάστηκε το 1597 στην Αγγλία, είχε μεταφερθεί ήδη το 18ο αιώνα σε όπερες από τους Πέτερ Ρίτερ (Μάνχαϊμ, 1794) και Καρλ Ντίτερς φον Ντίτερσντορφ (Oels, 1796). Δεν είναι όμως γνωστό αν ο Σαλιέρι γνώριζε αυτή τη μεταφορά.
Το υλικό ήταν ιδανικό για να κεντρίσει το ενδιαφέρον Ιταλών συνθετών: ένας εκκεντρικός ήρωας και μια υπόθεση με έρωτα, απάτη, ζήλια και μεταμφιέσεις. Η κωμωδία του Σαίξπηρ, βασισμένη στην ιταλική παράδοση της Comedia dellArte, ταιριάζει ακριβώς στο είδος της opera bufa, δηλαδή την κωμική όπερα με τις ναπολιτάνικες καταβολές, η οποία ήταν πολύ δημοφιλής από το 1750.

Άγνωστος λιμπρετίστας
Ο Σαλιέρι είχε συνεργαστεί με σπουδαίους λιμπρετίστες της εποχής του, όπως τους Μπομαρσέ, Γκολντόνι, ντα Πόντε και Κάστι. Για τη μάλλον 37η όπερά του επέλεξε το 1799 τον Κάρλο Πρόσπερο Ντεφραντσέσκι, έναν σχετικά άγνωστο συγγραφέα. Ο Ντεφραντσέσκι ως τότε έγραφε κυρίως για εκδοτικούς οίκους της Πράγας και της Βιέννης. Στη συνέχεια έμελλε να γράψει και άλλα δύο λιμπρέτα για τον Σαλιέρι.

Έμπνευση από τον Σαίξπηρ
Τα έργα του Σαίξπηρ αποτελούν πάντα πρόκληση για τους λιμπρετίστες: να δημιουργηθεί μια όπερα με πληθώρα χαρακτήρων, να αποδοθεί ή να μεταφραστεί με επιτυχία το κωμικό ύφος του πρωτοτύπου, πόσο μάλλον να ερμηνευτεί σε όπερα.
Ο υπότιτλος του Ντεφραντσέσκι «I tre burle» (Οι τρεις φάρσες) σηματοδοτεί τον πυρήνα της πλοκής, τις τρεις φάρσες που σκαρώνουν οι δυο γυναίκες στο θύμα τους, τον Φάλσταφ. Ο εύθυμος αυτός πυρήνας συνδέεται με μια σκοτεινή ιστορία ζήλιας, που ,ετακινεί την όπερα πέρα από το είδος της γνωστής opera bufa. Ο Σαλιέρι είχε επηρεαστεί καθοριστικά από τις όπερες της αναμόρφωσης του μέντορά του, του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Ο Γκλουκ επικέντρωνε το ενδιαφέρον του στα ύψιστα συναισθήματα και στις ξεκάθαρες ανθρώπινες αλήθειες. Το λιμπρέτο δεν αποκλίνει πολύ από τον Σαίξπηρ (μάλιστα μερικά ρετσιτατίβο προέρχονται αυτούσια από το πρωτότυπο), τα πρόσωπα όμως περιορίζονται σε πέντε πρωταγωνιστές και δύο δευτερεύοντες ρόλους.
Η πρεμιέρα στο Kärntnertortheater στη Βιέννη στις 3 Ιανουαρίου του 1799 απέσπασε θερμό χειροκρότημα και πολλές σκηνές έπρεπε να επαναληφθούν. Η όπερα ανέβηκε την ίδια χρονιά στη Δρέσδη και στο Βερολίνο. Ο «Φάλσταφ» παρουσιάστηκε όμως 26 φορές στη Βιέννη μόνο μέχρι το 1802. Μετά το 1802, η όπερα διαγράφτηκε από το ρεπερτόριο της Όπερας της Αυλής, καθώς και από άλλες λυρικές σκηνές.
Η εκ νέου ανακάλυψη του «Φάλσταφ» ξεκίνησε το 1961 στη Σιένα στο Φεστιβάλ Settimana Musicale. Το 1975, με αφορμή τα 150 χρόνια που είχαν περάσει από το θάνατο του Σαλιέρι, η όπερα παρουσιάστηκε στο Σάλτσμπουργκ, στην Τριέστη και τη Βερόνα. Στην αναβίωση του έργου συνέβαλαν και οι πρώτες ηχογραφήσεις του 1985. Σήμερα η όπερα «Φάλσταφ» παρουσιάζεται πιο συχνά σε σύγκριση με τα άλλα έργα του Σαλιέρι, όπως στην Πάρμα και στο Μπορντό (1987), το Ντρότνινγκχολμ (1992), το 1995 στο Φεστιβάλ του Σβέτσινγκεν, στο Μιλάνο (1996), στη Νέα Υόρκη (1998), στην Κοστάντσα (2000), στη Ρεν και στο Ίνσμπουργκ (2002), καθώς και στη Βιέννη (2005).

Αντόνιο Σαλιέρι (1750-1825)
Ο Αντόνιο Σαλιέρι γεννήθηκε στο Λενιάνο (Βόρεια Ιταλία). Ήταν γιος εμπόρου. Σε μικρή ηλικία ξεχώρισε για το ταλέντο του στο βιολί, το τσέμπαλο και το τραγούδι. Σε ηλικία 15 χρονών πήγε στη Βενετία, όπου την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο συνθέτης Φλόριαν Γκάσμαν.
Ο Γκάσμαν παρουσίασε τον προστατευόμενό του στην Αυλή της Βιέννης. Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’, ο διάσημος λιμπρετίστας Πιέτρο Μεταστάζιο (1698-1782) και ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787) υποστήριξαν τον Σαλιέρι. Το 1774 έγινε αυλικός συνθέτης στη Βιέννη, το 1788 διορίστηκε αρχιμουσικός της Αυτοκρατορικής Αυλής, το 1817 διευθυντής του Κονσερβατουάρ. Στο Μιλάνο σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: εγκαίνια της Σκάλας με το «LEuropa Riconosciuta» (1778) [όταν η Σκάλα επαναλειτούργησε μετά την ανακαίνισή της το 2004, εγκαινιάστηκε με το ίδιο έργο του Σαλιέρι]. Και στο Παρίσι εμφανίστηκαν οι όπερές του με μεγάλη επιτυχία [«Οι Δαναΐδες» (1784), και «Ταράρ» (1787)].
Ο Σαλιέρι έγραψε όπερες ακολουθώντας τη σχολή της Νάπολης, καθώς και εκκλησιαστική μουσική και καντάτες. Ο θάνατος του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’ το 1790 αποδυνάμωσε τη θέση του στην Αυλή. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του δε συνέθεσε μεγάλα έργα, παρέμεινε όμως ένας άνδρας με επιρροή. Διετέλεσε δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του Μπετόβεν, του Λιστ και του Σούμπερτ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε πνευματική σύγχυση, και φημολογείται ότι «παραδέχτηκε» ότι δηλητηρίασε τον Μότσαρτ. Ο Σαλιέρι πέθανε στη Βιέννη.

Η φιγούρα του Φάλσταφ
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ δημιούργησε τον ήρωα σερ Τζον Φάλσταφ για το δίπρακτο δράμα «Ερρίκος Δ’» (1597). Ο μέθυσος και καβγατζής στρατιώτης ηγείται στο πρώτο μέρος του δράματος των πιστών φίλων του πρίγκιπα Χαλ και σχολιάζει με αδρό χιούμορ τα πολιτικά δρώμενα. Στο δεύτερο μέρος ο πρίγκιπας αποχωρίζεται την παρέα επειδή έχει στεφθεί πια βασιλιάς. Στο δράμα «Ερρίκος Ε’» (1599) ανακοινώνεται ο θάνατος του Φάλσταφ.
Ο χαρακτήρας του Φάλσταφ βασίστηκε στον σερ Τζον Όλντκαστλ (1378-1417), αρχηγό της σέκτας των Λολλάρδων. Απαγχονίστηκε ως αιρετικός και συνωμότης κατά του βασιλιά. Στην πρώτη εκδοχή του «Ερρίκου Δ’», ο Φάλσταφ ονομαζόταν ακόμα Όλντκαστλ. Ο Σαίξπηρ άλλαξε μάλλον το όνομα ύστερα από διαμαρτυρίες των απογόνων του πραγματικού ιππότη. Το όνομα Φάλσταφ θυμίζει τον σερ Τζον Φάλσταφ. Έτσι είχε ονομάσει ο Σαίξπηρ ένα δειλό ιππότη στο πρώτο μέρος του δράματος «Ερρίκος» (1589). Και ο Φάλσταφ ήταν ιστορικό πρόσωπο, ένας στρατιώτης καριερίστας στον Εκατονταετή Πόλεμο.

Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ
Η κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» (γύρω στα 1600), παρακίνησε πολλούς συνθέτες στη μελοποίησή της. Μια επικρατούσα φήμη αναφέρει ότι η βασίλισσα Ελισάβετ Α’, ζήτησε από τον Σαίξπηρ να γράψει ένα έργο για τον ερωτευμένο Φάλσταφ, ο οποίος έχει υποβιβαστεί εδώ σ’ έναν αποτυχημένο διαφθορέα. Η δημοφιλής κωμωδία ενέπνευσε τη γερμανική όπερα των Πέτερ Ρίτερ (1794) και Καρλ Ντίτερς φον Ντίτερσντορφ (1796). Εκτός από τον Σαλιέρι, εμπνεύστηκε και ο Τζιουζέπε Βέρντι να γράψει μια όπερα με τον τίτλο «Φάλσταφ» (1893). Ο Ότο Νικολάι μελοποίησε τις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» (1849) και ο Ραλφ Βόγκαν Ουίλιαμς το «Sir John in Love» (Ο ερωτευμένος Σερ Τζον) (1929).
Το όνομα Φάλσταφ έγινε συνώνυμο των καυχησιάρηδων και των εραστών της απόλαυσης. Μάλιστα, ένα αυστριακό περιοδικό για «καλοφαγάδες» ονομάζεται Falstaff.

8/2/11

«Φάλσταφ» του Αντόνιο Σαλιέρι

Ο «Φάλσταφ» είναι μια επινόηση του Σαίξπηρ, αν και ο ποιητής βασίστηκε σε ιστορικά πρόσωπα. Ο κατεργάρης Φάλσταφ που δρα ανενόχλητος στη μικρή πόλη του Ουίνσδωρ και τελικά λαμβάνει ανάλογη τιμωρία, ενέπνευσε πολλούς συνθέτες για εύθυμες όπερες. Ο «Φάλσταφ» του Σαλιέρι συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις πιο επιτυχημένες από αυτές.

Α’ Πράξη (Ο Φάλσταφ μέσα στον Τάμεση)
Μετά την εισαγωγή, όπου κυριαρχούν χορευτικά κομμάτια,[1] η αυλαία ανοίγει, και στη σκηνή αποκαλύπτεται μια κατάμεστη αίθουσα χορού. Η γιορτή λαμβάνει χώρα στο σπίτι του κυρίου Σλέντερ στην πόλη Ουίνσδωρ. Η αίθουσα είναι μεγάλη, αλλά η διακόσμησή της λιτή, ενώ μερικά κηροπήγια φωτίζουν το χώρο προσδίδοντας ζεστασιά. Τα σκηνικά και η ατμόσφαιρα της όπερας πείθουν το θεατή ότι η πλοκή διαδραματίζεται την εποχή του Σαίξπηρ, ο οποίος είναι κι ο «πνευματικός πατέρας» του ήρωα Φάλσταφ. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τα λιτά χρώματα σε καφέ, γκρι και μπλε τόνους. Τα κοστούμια, όμως, προέρχονται από ένα απροσδιόριστο παρελθόν.
Ενώ οι καλεσμένοι σηκώνουν τα ποτήρια τους για να κάνουν πρόποση στους οικοδεσπότες τους «Viva il commune amico!» (Να ζήσει ο φίλος μας!),[2] ένας από τους καλεσμένους, ο σερ Τζον Φάλσταφ πολιορκεί ερωτικά την κυρία Σλέντερ και την κυρία Φορντ. Οι δύο κυρίες βρίσκουν τον παράξενο ιππότη (τον οποίον κανείς δεν τον είχε προσκαλέσει και απλώς είναι περαστικός από την πόλη τους)πιο πολύ διασκεδαστικό παρά γοητευτικό: «Τι ανόητος!» και οι κύριοι σχολιάζουν: «Ή κομπάζει ή μιλάει το κρασί!». Ο Φάλσταφ δεν ενδιαφέρεται για τα σχόλια. Αντίθετα τραγουδά και χορεύει εύθυμος, κρατώντας μια κούπα κρασί στο χέρι του: «Sia pur lultimo bicchiere» (Αυτό θα είναι το τελευταίο μου ποτήρι).
Οι πραγματικές προθέσεις του απρόσκλητου επισκέπτη είναι τα χρήματα των δύο κυριών, ενώ, παράλληλα, ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι έχει κλέψει την καρδιά τους. Οι δύο κυρίες όμως έχουν διαφορετικά σχέδια για τον άγνωστο επισκέπτη... ίσως μια φάρσα.
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο απέριττο, σχεδόν φτωχικό, δωμάτιο του Φάλσταφ, το οποίο βρίσκεται στο πανδοχείο «Αιγόκερος». Στο δωμάτιο του Φάλσταφ υπάρχει μόνο μια πολυθρόνα και μια βαλίτσα-ντουλάπα. Ο Μπαρντόλφο, ο υπηρέτης του Φάλσταφ, εκφράζει τα παράπονά του για το αφεντικό του. Η αμοιβή του είναι «μαγκουριές» και ποτέ χρήματα. Ο Φάλσταφ, ενώ είναι καταχρεωμένος, «νύχτες ολόκληρες τρώει και πίνει».
Όταν ο Φάλσταφ επιστρέφει, ρωτά τον υπηρέτη του αν άκουσε κάτι για τις οικογένειες Σλέντερ και Φορντ κι αν οι κυρίες αυτές έχουν πρόσβαση στα χρήματα των συζύγων τους. Δεν παραλείπει μάλιστα να υπερηφανευτεί για το πόσο γοητευτικός καβαλιέρος είναι.
Για να προσεγγίσει περισσότερο τις κυρίες, ο Φάλσταφ γράφει μια ερωτική επιστολή σε καθεμιά. Ο υπηρέτης θα παραδώσει τα γράμματα, αφού όμως ενημερώσει κρυφά τους συζύγους Σλέντερ και Φορντ για τις προθέσεις του Φάλσταφ! Έτσι θα κερδίσει ένα γερό χαρτζιλίκι.
Σ’ ένα δρόμο στο Ουίνσδωρ... Ο κύριος Φορντ επιστρέφει από το ταξίδι του και χαίρεται που θα ξαναβρεθεί κοντά στη γυναίκα του: «Vicini a rivedere» (Σύντομα θα ξαναδώ τη γλυκιά μου γυναίκα). Όταν όμως βλέπει τον Μπαρντόλφο να βγαίνει από το σπίτι του, αρχίζει να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά... Πιστεύει ότι οι γυναίκες έχουν μια φυσική κλίση προς την απιστία. Γι’ αυτό, θα περάσει πρώτα από το φίλο του, τον Σλέντερ. Ίσως να γνωρίζει κάτι.
Στο σπίτι των Σλέντερ, η κυρία Σλέντερ εισβάλλει οργισμένη στη σάλα, κουνώντας την επιστολή του Φάλσταφ: «Αυτό το βαρέλι να μου στείλει τέτοιο γράμμα! Τον συνάντησα δύο φορές, αλλά δεν του έδωσα τέτοιο δικαίωμα. Κι αυτός ο μέθυσος μου προτείνει κάτι τόσο ξεδιάντροπο;». Εκεί υπάρχει μόνο μια απάντηση: «Vendetta, si vendetta!» (Εκδίκηση! Γλυκιά εκδίκηση!).[3]
Η κυρία Σλέντερ δεν έχει συνέλθει ακόμα από την ταραχή, όταν την επισκέπτεται η φίλη της. Η κυρία Σλέντερ δείχνει στη φίλη της την επιστολή και η κυρία Φορντ βγάζει αμέσως ένα γράμμα από το μανίκι της. Οι δυο κυρίες διαπιστώνουν ότι τα κείμενα του Φάλσταφ είναι πανομοιότυπα: «La stessa! La stessissima!» (Δε διαφέρουν ούτε και στο κόμμα!).[4] Αποφασίζουν να καλέσουν τον Φάλσταφ στο σπίτι της κυρίας Φορντ (η κυρία Φορντ πιστεύει ότι ο σύζυγός της συνεχίζει το ταξίδι του) για να στήσουν μια παγίδα στο κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτο καβαλιέρο.
Όταν οι δυο κυρίες βγαίνουν από το δωμάτιο για να σχεδιάσουν τις λεπτομέρειες της εκδίκησής τους, εμφανίζονται ο κύριος Σλέντερ, ο κύριος Φορντ και ο Μπαρντόλφο. Ο υπηρέτης έχει ενημερώσει τους συζύγους για τις προθέσεις του Φάλσταφ. Η αποκάλυψη αυτή προβληματίζει τον κύριο Φορντ, που δεν έχει ακόμα πειστεί για την αφοσίωση της γυναίκας του. Ο κύριος Σλέντερ, από την άλλη, εμπιστεύεται τη γυναίκα του.
Ο κυρίες εμφανίζονται και πάλι γελώντας με το σχέδιο που έχουν καταστρώσει για να εκδικηθούν τον Φάλσταφ. Οι άνδρες καταλαβαίνουν μόνο ότι η απουσία του κυρίου Φορντ θα είναι σημαντική για το σχέδιό τους. Το εύθυμο «Oh, quanto vogliam ridere» (Θα γίνει μεγάλη πλάκα) των γυναικών καταλήγει σ’ έναν καβγά με τους συζύγους, στη διάρκεια του οποίου εκτελείται από τους τέσσερις ένα συναρπαστικό κουαρτέτο.[5] Στη συνέχεια, οι δυο γυναίκες εγκαταλείπουν τη σκηνή.
Ο Φορντ, παριστάνοντας τον ξάδελφό του, θα επισκεφτεί τον Φάλσταφ στον «Αιγόκερο» για να αποκτήσει ο ίδιος εικόνα της κατάστασης. Ο κύριος Σλέντερ θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν γελοίο: «Venga, venga pure il cavaliere» (Ο ιππότης ας ετοιμάσει την πανοπλία του).
Στο φτωχό δωμάτιο του Φάλσταφ, εμφανίζεται μια «Γερμανίδα» (είναι η κυρία Φορντ μεταμφιεσμένη) η οποία τραγουδά σ’ αυτή την ιταλική όπερα πράγματι γερμανικά: «Guten morgen, mein Herr» (Καλημέρα, κύριε). Στην απίστευτα κωμική δίγλωσση σκηνή, η «Γερμανίδα» παραδίδει στον Φάλσταφ μια πρόσκληση από την κυρία Φορντ. Όταν ο Φάλσταφ φλερτάρει τη «Γερμανίδα», η γυναίκα αντιδρά με το «Oh die Männer kenn ich schon» (Τους ξέρω εγώ τους άντρες).[6]
Μετά από λίγο ο υπηρέτης ανακοινώνει την άφιξη ενός επισκέπτη με το όνομα Μπροκ (ο κύριος Φορντ ντυμένος ως κομψός ευπατρίδης). Είναι τόσο ερωτευμένος με την ενάρετη κυρία Φορντ! Αν ο Φάλσταφ (γνωστός για τις επιτυχίες του στις κυρίες) κατάφερνε να αποπλανήσει την κυρία Φορντ, τότε ο «Μπροκ», που είναι ερωτευμένος με την κυρία Φορντ, θα μπορούσε να την πολιορκήσει πιο εύκολα. Γι’ αυτή τη χάρη ο «Μπροκ» προσφέρει στον Φάλσταφ ένα ολόκληρο πουγκί με χρυσά νομίσματα, που φυσικά ο Φάλσταφ αποδέχεται. Ο Φάλσταφ, παρακινημένος από τη ματαιοδοξία του, αποκαλύπτει ότι έχει λάβει ήδη μια πρόσκληση από την κυρία Φορντ. Ο Φορντ, μόλις μένει μόνος του, ξεσπά οργισμένος: «Or degli affani I palpiti» (Η ανησυχία των τελευταίων ημερών).[7]
Οι κυρίες ετοίμασαν με τη βοήθεια των υπηρετριών ένα καλάθι για άπλυτα. Σ’ αυτό θα κρύψουν τον Φάλσταφ και στη συνέχεια οι υπηρέτες θα τον πετάξουν στον Τάμεση. Όταν ο Φάλσταφ αρχίζει να πολιορκεί την κυρία Φορντ, ξαφνικά ανακοινώνεται η άφιξη του κυρίου Φορντ, και ο επίδοξος εραστής πρέπει να μπει μέσα στο καλάθι. Τον καλύπτουν με άπλυτα και οι υπηρέτες τον μεταφέρουν έξω. Ο Φορντ εισβάλλει με ένα πλήθος από φίλους, αλλά η αναζήτηση του Φάλσταφ μένει άκαρπη. Το καλάθι μεταφέρεται ήδη προς τον Τάμεση.

Β’ Πράξη (Ένα μάθημα στον επίδοξο ιππότη)
Η υπηρέτρια Μπέτι περιγράφει στις δύο κυρίες πώς πέταξαν οι υπηρέτες τον Φάλσταφ από το καλάθι μέσα στον Τάμεση και πώς σκαρφάλωσε με δυσκολία σαν βρεγμένος ποντικός στην όχθη. Οι κυρίες, ενθουσιασμένες με την επιτυχία του σχεδίου τους, θέλουν να δώσουν και άλλο ένα μάθημα στον ξένο κατεργάρη.
Στο δωμάτιο του Φάλσταφ στο πανδοχείο: Ο «ιππότης», τυλιγμένος με πετσέτες, παραπονιέται για τη γνωριμία του με το υγρό στοιχείο. Σχεδόν θα είχε καταλήξει τροφή για τα ψάρια! Ένα ζεστό κονιάκ θα τον συνεφέρει. Όταν μπαίνει η Μπέτι, ο Φάλσταφ εκφράζει την αγανάκτησή του για την κυρία Φορντ, μα η Μπέτι του δίνει μια επιστολή στην οποία η κυρία Φορντ του ζητά συγγνώμη και ένα νέο ραντεβού. Ο υπηρέτης αντιλαμβάνεται την παγίδα, αλλά ο Φάλσταφ δέχεται.
Ο «Μπροκ» επισκέπτεται και πάλι τον Φάλσταφ για να μάθει τα νέα με τις ερωτικές προσεγγίσεις του προς την κυρία Φορντ. Όταν ο Φάλσταφ αναφέρεται στην περιπέτειά του με το καλάθι των άπλυτων, επιβεβαιώνει στον Φορντ την υποψία του ότι ήταν στο σπίτι τη στιγμή που τον έψαχνε. Η ζήλια και η οργή του συζύγου φουντώνουν ακόμα πιο πολύ, όταν μαθαίνει για το επόμενο ραντεβού: «Furie che mi agitate» (Οι Μαινάδες που με οδηγούν θα χορτάσουν).
Στη σάλα πια του σπιτιού των Φορντ, η κυρία «εξομολογείται» τον έρωτά της στον Φάλσταφ. Αλλά και πάλι ο Φάλσταφ πρέπει να εξαφανιστεί γρήγορα, επειδή η κυρία Σλέντερ τους ανακοινώνει ότι ο κύριος Φορντ είναι έξαλλος από ζήλια και ότι μπορεί να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή. «Per carità, celatevi» (Κρύψου κάπου),[8] εκλιπαρεί η κυρία Φορντ. Καλύτερα, όμως, ο Φάλσταφ να φορέσει τα ρούχα της γηραιάς «θείας». Η είσοδος της θείας στο σπίτι αυτό απαγορεύεται, και ο κύριος Φορντ δε θα διστάσει ούτε στιγμή να την πετάξει έξω.
Ο Φορντ και οι φίλοι του ψάχνουν σε όλο το δωμάτιο, χωρίς αποτέλεσμα. Θυμωμένος ξυλοκοπά τη «θεία» και την πετάει έξω από το σπίτι, όπως ήταν και να αναμενόμενο να συμβεί.
Μια πετυχημένη φάρσα! Αλλά δεν είναι αρκετή. Οι δυο κυρίες έχουν ένα τρίτο σχέδιο... Θέλουν, όμως, πρώτα να εξηγήσουν τα πάντα στους συζύγους τους για να σχεδιάσουν από κοινού την τελευταία τιμωρία του Φάλσταφ.
Στο δρόμο (η σκηνή είναι σχεδόν σκοτεινή) η «θεία» παρενοχλείται από τους φίλους του Φορντ και του Σλέντερ. Θέλουν να τους πει τη μοίρα τους. Είναι ένα κωμικό ενδιάμεσο κομμάτι, μια ευκαιρία για τον Φάλσταφ να πάρει εκδίκηση από αυτούς που συμμετείχαν στη δίωξή του: προλέγει σε καθέναν ξεχωριστά ένα φρικτό μέλλον.
Στο δωμάτιο του Φάλσταφ, στο πανδοχείο, τον επισκέπτεται και πάλι η «Γερμανίδα» και του παραδίνει μια πρόσκληση της κυρίας Φορντ για μια συνάντηση στο δάσος. Και μετά του του διευκρινίζει: Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται πάντα σε μια βελανιδιά ένας επισκέπτης, που φοράει κέρατα ελαφιού. Κανείς δεν τολμάει να πλησιάσει αυτό το σημείο. Γι’ αυτό το λόγο, αν φορέσει ο Φάλσταφ κέρατα ελαφιού, δε θα τους ανακαλύψει κανείς. Παρότι ο Φάλσταφ δεν έχει πλέον καμιά διάθεση να δεχθεί την πρόσκληση (θυμάται πολύ καλά τη βουτιά στον Τάμεση και η πλάτη του είναι ακόμα πράσινη και μπλε από τις μελανιές), υποχωρεί τελικά έπειτα από τα παρακάλια της «Γερμανίδας». Είναι έτοιμος να κατακτήσει επιτέλους την κυρία Φορντ.
Ο «Μπροκ» ρωτάει και πάλι πώς πηγαίνει το θέμα με την αποπλάνηση της κυρίας Φορντ. Ο Φάλσταφ του λέει για το ξύλο που έφαγε φορώντας γυναικεία ρούχα και αποκαλύπτει το σχέδιο για το ραντεβού στο δάσος. Ο «Μπροκ» προθυμοποιείται να του δανείσει κέρατα από ελάφι.
Η τελευταία σκηνή διαδραματίζεται στο δάσος του Ουίνσδωρ, στο οποίο βλέπουμε φαίνεται στο μέσο ενός ξέφωτου τη γνωστή βελανιδιά. Τα δυο ζευγάρια, η Μπέτι και μερικοί υπηρέτες πλησιάζουν σιγά-σιγά και πριν ξεκινήσει το ταραχώδες φινάλε, ο κύριος Φορντ κοντοστέκεται και ερμηνεύει μια άρια για τη δύναμη της ζήλιας: «Reca in amor la gelosia» (Η ζήλια είναι αρρωστημένη αγάπη).[9] Ο κύριος Φορντ και η σύζυγός του δείχνουν να έχουν συμφιλιωθεί. Τότε, όλοι παίρνουν τις θέσεις τους για το τελευταίο μάθημα του Φάλσταφ: «Siete già qui?» (Είστε έτοιμοι;).[10]
Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται ο Φάλσταφ φορώντας τα κέρατα ελαφιού. Έχει επίγνωση της γελοίας κατάστασής του, αλλά την αποδέχεται με σκοπό να κατακτήσει την κυρία Φορντ. Τελικά δεν έρχεται μόνο η κυρία Φορντ, αλλά και η κυρία Σλέντερ. Ο Φάλσταφ ενθουσιάζεται: «Πάρτε έναν ώμο μου η καθεμιά».
Ξαφνικά ακούγεται φασαρία που τρέπει τις κυρίες σε φυγή. Ένα πλήθος «φαντασμάτων» εμφανίζεται στη σκηνή και δημιουργεί με πυρσούς ένα τρομακτικό πανδαιμόνιο. Η «βασίλισσα των ξωτικών» (κυρία Φορντ) θέλει να διαπιστώσει την ενοχή ή την αθωότητα του Φάλσταφ, διατάζοντας μια «δοκιμασία της φωτιάς». Δυστυχώς, η επαφή με τις φλόγες αποδεικνύεται οδυνηρή, είναι λοιπόν ένοχος!
Όλοι χορεύουν γύρω από τη βαλανιδιά και τον Φάλσταφ, τον λοιδορούν και τον τσιμπούν και τελικά βγάζουν τις μάσκες τους. Ο Φάλσταφ αντιλαμβάνεται ότι έσφαλε εξαιτίας της πλεονεξίας του και μην έχοντας άλλη επιλογή, ορκίζεται να μη παρενοχλήσει ποτέ ξανά συζύγους άλλων ανδρών. Αλλά ο κύριος Σλέντερ τον προειδοποιεί: Αν δε συμμορφωθεί, να θυμάται πάντα: «Νερό, μαγκούρα, φωτιά».


[1] Ο Σαλιέρι υιοθέτησε από τον μέντορά του, τον Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787) την ιδέα ότι η εισαγωγή θα πρέπει να προετοιμάζει το κοινό για την πλοκή του έργου. Η συμφωνία «Φάλσταφ» αποτελείται από μια σειρά χορών της Αυλής, που προετοιμάζουν τη σκηνή του χορού, με την οποία ξεκινά η Α’ Πράξη. Ο Σαλιέρι έγραψε ότι ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι παρευρισκόμενοι χόρευαν ακόμα και πριν σηκωθεί η αυλαία. Όπως και η εισαγωγή του έργου «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (1786) του Μότσαρτ, με την οποία εντοπίζονται πολλά κοινά σημεία, έτσι και η συμφωνία του Σαλιέρι βρίσκεται σε κλίμακα ρε μείζονα. Εκεί που ο Μότσαρτ κατεβάζει τις τονικές ακολουθίες, ο Σαλιέρι απαντάει με το να ανεβάσει δραστικά τα παλιού τύπου μοτίβα.
[2] Η εισαγωγή είναι «πολύπλευρη και γεμάτη ζωντάνια», ανέφερε ο Σαλιέρι στα σχίλιά του για την παρτιτούρα, τα οποία συνέταξε όταν επεξεργάστηκε το 1822 τα έργα του. Η έμπνευση για την πλούσια σε μελωδικότητα εισαγωγική σκηνή με τους μουσικούς, που παίζουν ένα μινουέτο, μπορεί να προήλθε από τις χορευτικές σκηνές του «Φίγκαρο» και του «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ.
[3] Η κυρία Σλέντερ παρουσιάζεται σαν ένας παθιασμένος χαρακτήρας με την άρια της για εκδίκηση, ενώ την ίδια στιγμή ο σύζυγός της αντιπροσωπεύει τη νηφαλιότητα της αστικής τάξης που διακατέχεται από έντονη ζήλια. Η άρια αυτή θα έπρεπε να ερμηνευτεί από μια μετζοσοπράνο, με μια καθαρή, δυναμική φωνή, έγραψε ο Σαλιέρι. Όπως αυτή η άρια, έτσι και πολλές όπερες του Σαλιέρι προσανατολίζονται κυρίως στο να δημιουργούν έντονες εντυπώσεις στο κοινό.
[4] Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) συνέθεσε την ίδια χρονιά της πρεμιέρας του «Φάλσταφ» (1799), έναν κύκλο με μουσικές εναλλαγές για πιάνο και το ντουέτο των δύο γυναικών.
[5] Η συνάντηση των δύο κυριών εξελίσσεται σ’ ένα έξυπνο κουαρτέτο. Μπλέκονται σ’ ένα συναισθηματικό κυκεώνα, όπως μπορεί να παρουσιαστεί μόνο μέσα από την όπερα. Ο Σαλιέρι απαιτούσε εδώ καλοπαιγμένη δράση.
[6] Στο έργο του Σαίξπηρ, ένας ήρωας μιλά «frenglish» (γαλλικά-αγγλικά), κάποιος άλλος τη διάλεκτο της Ουαλίας και, τέλος, υπάρχει και ένα μάθημα λατινικών. Ο Ντεφραντσέσκι θέλοντας να διατηρήσει το παιχνίδι αυτό στο συμπυκνωμένο λιμπρέτο του σκέφτηκε τη μεταμφίεση της κυρίας Φορντ σε «Γερμανίδα». Το κοινό της Βιέννης θα ήταν ενθουσιασμένο με το παρασκήνιο του ανταγωνισμού μεταξύ της ιταλικής και της τότε ακόμα μικρής γερμανικής παράδοσης στην όπερα.
[7] Ο σοβαρός κύριος Φορντ εμφανίζεται αργά στη σκηνή. Αυτό τον διαχωρίζει από τους άλλους. Η μουσική του είναι τόσο ηρωική όσο και λυρική. Οι τρεις άριές του ακολουθούν ύστερα από κάθε εμφάνιση του Φάλσταφ, για να τονιστεί η περίπλοκη σχέση τους. Όλες είναι γεμάτες ένταση, ιδιαίτερα αυτή η εκφραστική άρια με συνοδεία κλαρινέτων. Η ενορχήστρωση της όπερας περιλαμβάνει εκφραστικά σόλο, ακόμα και για το τσέλο, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τη μουσική εκείνης της εποχής. Ακόμα και οι επεμβάσεις σεκόντο των τσέμπαλων έχουν μελετηθεί σχολαστικά.
[8] Η μεταμφίεση του Φάλσταφ σε γυναίκα είναι μια αναφορά στον μεταμφιεσμένο Χερουβίμ στον «Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Το ξέπνοο αλέγκρο ντουέτο μεταξύ του Φάλσταφ και της κυρίας Φορντ και το ακόλουθο τρίο με την κυρία Σλέντερ θυμίζει το πανικόβλητο ντουέτο πριν από το άλμα του Χερουβίμ για την ελευθερία. Ο Σαλιέρι έγραψε: Το τρίο χειροκροτούσαν πάντα όταν ερμηνευόταν φλογερά.
[9] Η ιδέα για τον αντίλαλο της χορωδίας στην άρια αυτή προέκυψε μετά από τις πρώτες πρόβες, όπως δήλωσε ο Σαλιέρι. Ταίριαζε με τα σκηνικά, τη νύχτα στο δάσος.
[10] Το φινάλε του Φάλσταφ θυμίζει το τέλος του έργου «Οι γάμοι του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Η εύθυμη και έξυπνη παρέα από το Ουίνσδωρ έδωσε ένα καλό μάθημα στον Φάλσταφ με σκοπό τη συμμόρφωσή του. Από το «Είστε έτοιμοι;», τα θεαματικά γεγονότα συνοδεύονται από μια ταραχώδη μουσική.

7/2/11

«Ιδομενέας» - Η ιστορία του έργου

Η παράσταση του «Ιδομενέα» στο Μόναχο, το 1780/81, ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Το άγχος είχε κυριεύσει τόσο τον Μότσαρτ, τον λιμπρετίστα και τους ερμηνευτές, όσο και τον διευθυντή του θεάτρου. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε.
Το 1777 ο Μότσαρτ βρέθηκε για πρώτη φορά στο Manheim. Η τοπική όπερα της Αυλής και η εξαιρετική ορχήστρα της, με το μοντέρνο εκφραστικό της στιλ, είχαν συναρπάσει το νεαρό συνθέτη τόσο πολύ, ώστε εξέφρασε στον ηγεμόνα την επιθυμία του να συνθέσει μια όπερα για το Manheim. Το καλοκαίρι του 1780 έλαβε την έγκριση, και του ανατέθηκε η σύνθεση του έργου για το επικείμενο καρναβάλι.
Στο μεταξύ, ο ηγεμόνας Karl Teodor von der Pfalts είχε ανακηρυχθεί ηγεμόνας της Βαυαρίας και είχε μετακομίσει στο Μόναχο, ευτυχώς μαζί με τη θεατρική ομάδα και ορχήστρα. Ο Μότσαρτ είχε ήδη ανεβάσει με επιτυχία το 1775 την opera buffa «Ψευτοκηπουρίνα», που αποδείχθηκε ιδιαίτερα καρποφόρα συνεργασία. Την Α’ Πράξη του «Ιδομενέα» τη μετέφερε ήδη στις αποσκευές του ο συνθέτης όταν κατέφθασε στο Μόναχο.

Οι συντελεστές στα πρόθυρα της απελπισίας
Ίσως ο ίδιος ο ηγεμόνας επέλεξε το συγκεκριμένο έργο: δηλαδή, το λιμπρέτο από τον Αντουάν Ντανσέ του έργου «Tragédie lyrique Idoménée» (Λυρική Τραγωδία για τον Ιδομενέα), που μελοποιήθηκε το 1712 για την Όπερα του Παρισιού από τον Αντρέ Καμπρά. Το λιμπρέτο δε μεταφράστηκε μόνο στα ιταλικά για την πρεμιέρα στο Cuvilliés Theater του Μονάχου, αλλά υπέστη και τροποποιήσεις. Την αποστολή ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο εφημέριος της Αυλής του Σάλτσμπουργκ Τσιαμπατίστα Βαρέσκο (1735-1805). Αντιμέτωπος όμως με τις κατευθύνσεις της Αυλής και τις συχνές αλλαγές που του μεταφέρονταν μετά την αλλεπάλληλη αλληλογραφία μεταξύ Μότσαρτ και του πατέρα του, απελπίστηκε. Ο Βαρέσκο ήταν δεσμευμένος μ’ ένα προσχέδιο στο οποίο είχαν συμφωνήσει ο διευθυντής του Θεάτρου του Μονάχου, ο κόμης του Σέαου, και ο πατέρας του Μότσαρτ, Λέοπολντ. Στο προσχέδιο καθορίζονταν δραματουργικά καθώς και μουσικά πλαίσια, όπως το πόσες θα ήταν οι άριες και πόσο θα διαρκούσε το πέρασμα κάθε ρόλου.
Από την αλληλογραφία της εποχής μαθαίνουμε ότι ο Μότσαρτ ήταν δυσαρεστημένος με τους πρωταγωνιστές. Από τη μια, ο θρυλικός τενόρος Άντον Ράαφ, που ενσάρκωνε τον Ιδομενέα στην πρεμιέρα του έργου, στις 29 Ιανουαρίου του 1781, ήταν ήδη 66 ετών, από την άλλη, ούτε ο καστράτο Βιντσέντσο νταλ Πράτο, που ερμήνευε τον Ιδάμανθη, ενθουσίασε τον συνθέτη. Ο Μότσαρτ όταν ρωτήθηκε και για τους δύο απάντησε ότι «ερμηνεύουν το ρετσιτατίβο χωρίς ψυχή και φλόγα» και ότι «είναι οι πιο ελεεινοί ηθοποιοί που ανέβηκαν ποτέ πάνω στη σκηνή».
Όμως, η πρεμιέρα σημείωσε τεράστια και ανέλπιστη επιτυχία. Ο ηγεμόνας Καρλ Τέοντορ, απευθυνόμενος στον Μότσαρτ, είπε: «Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι κάτι τόσο μεγάλο κρύβεται σ’ ένα τόσο μικρό κεφάλι». Παρά την επιτυχία, κατά τη διάρκεια της ζωής του Μότσαρτ, υπήρξε μόνο μια παράσταση, σε κοντσέρτο του 1786 στη Βιέννη, για την οποία ο συνθέτης μετέτρεψε το ρόλο του Ιδάμανθη από καστράτο σε τενόρο. Την άκαμπτη μορφή της opera seria, που χαρακτηρίζει και τον «Ιδομενέα» του Μότσαρτ, παρά τους νεοτερισμούς της, δεν την προτιμούσαν συχνά. Στο εξής, τον «Ιδομενέα» τον παρουσίαζαν μόνο μετά από επεξεργασία, όπως ο Ρίχαρντ Στράους (Βιέννη, 1931) και ο Ερμάνο Βολφ-Φεράρι (Μόναχο, 1931). Συγκεκριμένα, ο Στράους την συνέπτυξε και τη μετέβαλε, ενώ πρόσθεσε και ένα «όραμα του Ιδομενέα». Η αυθαιρεσία σταμάτησε το 1972, όταν παρουσιάστηκε ο «Ιδομενέας» στην Νέα Έκδοση Μότσαρτ, την οποία είχε επεξεργαστεί το Ίδρυμα Mozarteum.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα έργα του Χέντελ και άλλων συνθετών του Μπαρόκ βγήκαν ξανά στην επιφάνεια για να γίνουν πιο κατανοητά από το μουσικόφιλο κοινό. Σαν αποτέλεσμα, ο «Ιδομενέας» απέκτησε, έστω και με καθυστέρηση, τη σημασία που του άξιζε. Η όπερα παρουσιάζεται σήμερα σε πολλές λυρικές σκηνές.

Ιππότης Ludwich von Köchel (1800-1877)
Ο Ludwich Köchel γεννήθηκε το 1800 στο Stein, βορειοδυτικά της Αυστρίας, τη σημερινή περιοχή του Krems, κοντά στον Δούναβη. Μέχρι το 1842 σπούδαζε και εργαζόταν στη Βιέννη, όπου και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Νομικής θεωρίας και Φιλοσοφίας και διετέλεσε, από το 1827 μέχρι το 1842, παιδαγωγός του Πρίγκιπα. Το 1832 έγινε αυτοκρατορικός σύμβουλος και το 1842 απέκτησε τον τίτλο του ιππότη. Από το 1850 μέχρι το 1852 εργάστηκε ως σχολικός επιθεωρητής στο Σάλτσμπουργκ και επέστρεψε έπειτα στη Βιέννη, όπου και πέθανε το 1877.
Ο Köchel διέθετε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και ήταν πολυπράγμων. Μεταξύ άλλων διεξήγαγε έρευνες στη Βοτανολογία και στα μέταλλα και συνέταξε έργα για τη μουσική ζωή της Βιέννης. Έγραψε μάλιστα έργα για την αυτοκρατορική ορχήστρα της Αυλής (1869) και για το συνθέτη Johann Josef Fuchs (1872). Εκτός από τα παραπάνω, εξέδωσε την αλληλογραφία του Μπετόβεν προς τον αρχιδούκα Ρούντολφ (1865). Το πιο γνωστό του έργο, όμως, που τυπώθηκε το 1862, ήταν το Chronologisch-thematische Verzeichnis sämtlicher Tonwerke Wolfgang Amadeus Mozarts (Χρονολογικός-θεματικός κατάλογος όλων των μουσικών έργων του Μότσαρτ), ο γνωστός «κατάλογος Köchel» (KV), ο οποίος περιλαμβάνει 626 αριθμούς. Η όπερα «Ιδομενέας» φέρει τον αριθμό KV-Nr.366. Στην 3η (1737) και την 6η έκδοση (1964) άλλαξαν οι αριθμοί πολλών έργων, για να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα που προέκυψαν και τα οποία αφορούσαν τη σειρά και το συσχετισμό τους. Αυτές οι αλλαγές επιβλήθηκαν μόνο στον επιστημονικό τομέα. Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι και πολλοί συγγραφείς εμπιστεύονται την αρχική αρίθμηση.

Οι μαικήνες του Μότσαρτ
Δυο από τους πιο σημαντικούς μαικήνες του Μότσαρτ ήταν ο ηγεμόνας αρχιεπίσκοπος Σιγισμούνδος Γ’ του Σάλτσμπουργκ, κόμης του Στράτενμπαχ, και ο Γιόχαν Άντον Γιόχαν Άνταμ Ντίσμας, κόμης Σέαου του Μιλλόιτεν.
Ο κόμης του Στράτενμπαχ εκλέχτηκε το 1753 από τη σύνοδο του καθεδρικού ναού ως ηγεμόνας αρχιεπίσκοπος Σιγισμούνδος Γ’ του Σάλτσμπουργκ. Ο πατέρας του νεαρού Μότσαρτ διετέλεσε ανώτατος διευθυντής της ορχήστρας και συνθέτης της Αυλής του ηγεμόνα, αφού μετακόμισε από το Άουγκσμπουργκ στο Σάλτσμπουργκ. Ο αρχιεπίσκοπος είχε υπό την εύνοιά του την οικογένεια Μότσαρτ. Είχε όμως την υποψία ότι ο Λέοπολντ ήταν ο πραγματικός συνθέτης των έργων του παιδιού-θαύματος. Το 1766 διέταξε να κλείσουν τον 11χρονο Βόλφγκανγκ Αμαντέους σε μια κάμαρα για να αποδείξει το ταλέντο του. Επρόκειτο για την πρώτη μισθωμένη ανάθεση έργου, από την οποία προέκυψε το ορατόριο «Die Schuldigkeit des ersten Gebots» (KV35).
Στην έδρα του Σιγισμούνδου στο Σάλτσμπουργκ παρουσιάστηκε το 1769 η όπερα «Η Ψευτοαφελής». Ο αρχιεπίσκοπος ανακήρυξε τον 13χρονο, τρίτο μουσικό διευθυντή της ορχήστρας της Αυλής του και του παραχώρησε για ένα ταξίδι στην Ιταλία 120 δουκάτα. Συνέχισε μάλιστα να χρηματοδοτεί και τα επόμενα ταξίδια τόσο του Βόλφγκανγκ όσο και του Λέοπολντ Μότσαρτ.
Το 1771 ο Σιγισμούνδιος Γ’ πέθανε. Οι διαφορές του διαδόχου του, Ιερώνυμου, κόμη του Κολορέντο, με τον Μότσαρτ ώθησαν τον τελευταίο να εγκαταλείψει το Σάλτσμπουργκ.

Ο κόμης του Σέαου
Ο κόμης, γεννημένος το 1713 στο Λιντς, έγινε σύμβουλος του ηγεμόνα της Κολονίας και της Βαυαρίας. Το 1740 παντρεύτηκε τη Μαρία Άννα φον Γκάτερμπουργκ. Όταν το 1742 πέθανε ο μόλις 7 εβδομάδων γιος του, ο Γιόζεφ Άντον βρισκόταν στη φυλακή, καθώς ήταν ένας από τους υποκινητές της αυστριακής εξέγερσης για τη διαδοχή. Η Μαρία Θηρεσία του έδωσε χάρη, αλλά δεν του επέτρεψε να επιστρέψει ποτέ στην Αυστρία, και έτσι έζησε στο Μόναχο μέχρι το θάνατό του. Το 1753 έγινε διευθυντής της ορχήστρας της Αυλής και θεατρικός διευθυντής.
Το 1772, ο κόμης ίδρυσε στο Μόναχο μια θεατρική επιχείρηση και το 1774 ανέθεσε στον Μότσαρτ τη σύνθεση της όπερας «Η Ψευτοκηπουρίνα». Το 1777 προσκάλεσε τον Εμμάνουελ Σικανέντερ, ηθοποιό, θεατρικό διευθυντή και λιμπρετίστα του «Μαγικού Αυλού», στο Μόναχο. Λίγα χρόνια μετά, το 1780, όταν είχε αποκτήσει πλέον εμπειρία ως διευθυντής, δέχτηκε την ανάθεση του «Ιδομενέα» από τον ηγεμόνα Karl Teodor.
Σε ηλικία 72 ετών, ο κόμης Σέαου συνήψε σχέσεις με την Αουγκούστε Βέλντλιγκ. Πέντε εβδομάδες μετά τη μοιραία ανακοπή που υπέστη ο ηγεμόνας Karl Teodor, κατά τη διάρκεια χαρτοπαίγνιου, τον Φεβρουάριο του 1799, πέθανε και ο Κόμης του Σέαου.

6/2/11

«Ιδομενέας» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

Οι θεοί δεν διαπραγματεύονται. Μια αλήθεια, που ο βασιλιάς της Κρήτης Ιδομενέας θα βιώσει με σκληρό τρόπο. Παρόλα αυτά, η όπερα «Ιδομενέας» θα έχει αίσιο τέλος χάρη στο πνεύμα του Διαφωτισμού που διαπνέει τον Μότσαρτ.
Το έργο διαδραματίζεται στην Κρήτη, μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου.

Α’ Πράξη (Ο μοιραίος όρκος)
Μετά την εισαγωγή,[1] η Α’ Πράξη αρχίζει με μια θυελλώδη μουσική. Βλέπουμε στη θάλασσα να μάχονται ναυαγοί με τα στοιχεία της φύσης. Πρόκειται γι’ αυτούς που γύρισαν στην Κρήτη από τον Τρωικό Πόλεμο, μετά από 10 χρόνια απουσίας, μαζί με τους αιχμαλώτους. Από την ακτή, κοντά στην πρωτεύουσα της Κρήτης Σιδώνα, το συγκεντρωμένο πλήθος παρακολουθεί. Έντρομο ενώνει τις φωνές του μαζί με τους μελλοθάνατους ναυτικούς: «Pieta, Numi, pieta!» (Έλεος! θεοί, έλεος!).
Στη δεύτερη σκηνή, η θάλασσα έχει ηρεμήσει, ενώ ο ήλιος λούζει με τις ακτίνες του τα λευκά βράχια. Ο βασιλιάς Ιδομενέας έχει βγει στη στεριά. Σώθηκε! Αλλά, με την άριά του «Vedrommi intorno» (Βλέπω να έρχεται μια σκιά γεμάτη πόνο) μας ενημερώνει με τι αντάλλαγμα έχει σωθεί: Έχει τάξει στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας, να θυσιάσει προς τιμή του τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσει στην ακτή. Ήδη όμως μετανιώσει γι’ αυτή την υπόσχεση: «Αναθεματισμένοι βωμοί!».
Ο άνθρωπος που θα πρέπει να θυσιάσει πλησιάζει. Πρόκειται για τον ίδιο το γιο του βασιλιά, τον Ιδάμανθη. Ο Ιδάμανθης ανυποψίαστος προσφέρει καλόκαρδα στο ναυαγό τη βοήθειά του, γιατί γνωρίζει τι σημαίνει δυστυχία, καθώς έχασε τον πατέρα του τον Ιδομενέα στη θάλασσα. Ο βασιλιάς αποκαλύπτεται στο γιο του και σπρώχνει τον Ιδάμανθη μακριά του. Ο Ιδάμανθης δεν γνωρίζει την αιτία για τη σκληρότητα του πατέρα του και ούτε θα την μάθει από τον ίδιο. Απελπίζεται: «Ah qual gelido orror» (Η φρίκη παγώνει τις αισθήσεις μου).
Η επόμενη σκηνή διαδραματίζεται στη Σιδώνα. Νεαρά κορίτσια κουβαλούν καλάθια σε σχήμα κώνου και η σκηνή αποπνέει χαρά κι ευτυχία.[2] Εδώ, αντανακλάται ο ειρηνικός πολιτισμός της Κρήτης. Στη σκηνή μεταφέρονται μεγαλοπρεπή, με χρυσό, στολισμένα μπαούλα, καθώς πολύτιμα υφάσματα και ένα χρυσό άγαλμα του Μινώταυρου. Τρεις ιερείς μεταφέρουν την τρίαινα του Ποσειδώνα. Κάνουν μια τελετή θυσιών για να κερδίσουν την εύνοια του Ποσειδώνα: «Nettuno sonori» (Τιμή στον Ποσειδώνα).
Δυο γυναίκες από την Αυλή, η Ιλιάδα και η Ηλέκτρα κοιτάζουν το γιο του βασιλιά, τον Ιδάμανθη. Και οι δυο φαίνεται να τρέφουν συναισθήματα γι’ αυτόν. Στη συνέχεια εμφανίζεται ο βασιλιάς Ιδομενέας κρατώντας την τρίαινα του Ποσειδώνα. Η Α’ Πράξη τελειώνει στα πλαίσια μιας εορταστικής ερμηνείας.

Β’ Πράξη (Ο Ιδομενέας παραδέχεται την ενοχή του)
Στα βασιλικά δώματα: Ο Ιδάμανθης γονατίζει μπροστά στην πριγκίπισσα Ιλιάδα. Αυτή τον κατηγορεί ότι αγαπά την Ηλέκτρα και ότι αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει σ’ εκείνη. Εκείνος τη διαβεβαιώνει ότι προτιμά να πεθάνει παρά να προδώσει τον έρωτά του για εκείνη. Της προσφέρει την ελευθερία της (η Ιλιάδα από την Τροία ζει ως αιχμάλωτη στην Κρήτη) και ερμηνεύει μια συγκινητική ερωτική άρια: «Non temer, amato bene» (Μη φοβάσαι, αγαπημένη μου ύπαρξη).[3]
Στη σκηνή βγαίνουν ο Ιδομενέας και ο Αρβάκης. Ο βασιλιάς μοιράζεται με το φίλο και πιστό του ένα μυστικό: Του αποκαλύπτει τον όρκο που έδωσε στον Ποσειδώνα και ζητά τη συμβολή του, πώς θα μπορούσαν δηλαδή να σώσουν τον Ιδάμανθη. Ο Αρβάκης ξέρει μόνο μια λύση: Ο Ιδάμανθης πρέπει να μεταφερθεί σε άλλη χώρα και να κρυφτεί από τον Ποσειδώνα. Εκεί ίσως να τον προστατέψει μια άλλη θεότητα. Ο Ιδομενέας χαίρεται με την πρόταση του συμβούλου του. Ο Ιδάμανθης θα πρέπει να φύγει με την Ηλέκτρα για το Άργος και να πάρει το θρόνο πίσω για λογαριασμό της. Ο Αρβάκης αναλαμβάνει τις σχετικές προετοιμασίες για το ταξίδι.
Στη συνέχεια εμφανίζεται η Ιλιάδα, και ο Ιδομενέας τη διαβεβαιώνει για τα πατρικά αισθήματά του απέναντί της. Η κοπέλα αναφέρεται στην ευγνωμοσύνη της για τον Ιδάμανθη που της χάρισε την ελευθερία της. Με το «Se il padre perdei» (Αφού τον πατέρα μου έχασα),[4] η Ιλιάδα περνά στον Ιδομενέα το μήνυμα πως τον θεωρεί πια πατέρα της και την Κρήτη πατρίδα της.
Όταν ο Ιδομενέας μένει πάλι μόνος του, χάνεται από το πρόσωπο του η στοργική έκφραση. Φοβάται ότι ο Ποσειδώνας θα απαιτήσει χωρίς έλεος τη θυσία και προβλέπει τον πόνο και για τους τρεις: του ίδιου, του γιου του και της Ιλιάδας. Και η Ιλιάδα θα γίνει θύμα του μοιραίου όρκου που έδωσε εκείνος: «Fuor del mar» (Γλίτωσα από τη θάλασσα).[5]
Στο λιμάνι της Σιδώνας: Η Ηλέκτρα, κάνοντας ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της, εκφράζει την ανέλπιστη ευτυχία της: «Parto, e lunico oggetto» (Φεύγω, κι ο μόνος άνθρωπος που αγαπώ και λατρεύω, ω θεοί, φεύγει μαζί μου!). Φεύγει με την ελπίδα ότι ο Ιδάμανθης θα την αγαπήσει, αν η αντίζηλος Ιλιάδα μείνει πίσω και εκείνος δεν την βλέπει πια. Όταν η Ηλέκτρα ερμηνεύει την άρια «Idol mio, se ritroso» (Όταν πια μακριά από την αντίζηλο θα είμαστε), μια μεγάλη συνοδεία συγκεντρώνεται για να ταξιδέψει μαζί με την πριγκίπισσα του Άργους και τον Ιδάμανθη. Ο Αρβάκης, ο Ιδομενέας και ο Ιδάμανθης εμφανίζονται συνοδευόμενοι από ιερείς. Το πλήθος στο λιμάνι ερμηνεύει εύθυμο ένα χορωδιακό κομμάτι: «Placido è il mar» (Η θάλασσα είναι ήρεμη. Λύστε τα σχοινιά).
Ενώ ο Ιδάμανθης αγνοεί την Ηλέκτρα, αποχαιρετά απελπισμένος τον πατέρα του. Ο βασιλιάς χρησιμοποιεί ένα πρόσχημα για να διώξει το γιο του: Θα πρέπει να μάθει στο Άργος να κυβερνά συνετά. Να μη προβεί σε διφορούμενες ηρωικές πράξεις, αλλά να αποτελεί στήριγμα για τους αδύναμους. Ο πατέρας και ο γιος αποχαιρετούν ο ένας τον άλλον με έκδηλη ανησυχία, ακόμα και η Ηλέκτρα κοιτάζει στεναχωρημένη. Η χαρά της εξανεμίστηκε όταν αντιλήφθηκε την οδύνη και τον πόνο του Ιδάμανθη για το χωρισμό του με την Ιλιάδα. Οι τρεις τραγουδούν, καθένας για τον εαυτό του: «Ας τελειώσει η ταλαιπωρία!».
Ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει, στο λιμάνι ξεσπά κακοκαιρία. Με τη συνοδεία των μανιασμένων ήχων της ορχήστρας, επαναλαμβάνεται η σκηνή με την οποία ξεκίνησε η όπερα. Το πλήθος φωνάζει: «Ποσειδώνα, έλεος!». Στο πίσω μέρος της σκηνής βλέπουμε να περνάει ένα σπασμένο κατάρτι από το οποίο κρατιούνται άνθρωποι. «Μα τι μίσος και τι θυμό μας δείχνει ο Ποσειδώνας!» φωνάζουν οι μάρτυρες αυτής της φρίκης. Απευθύνονται στο βασιλιά με την απορία: «Όταν ο ουρανός θυμώνει, τι φταίμε εμείς; Ο ένοχος ποιος είναι;». Τότε ο Ιδομενέας παραδέχεται ότι αυτός είναι ο ένοχος και προσφέρει στον Ποσειδώνα τη ζωή του. Παράλληλα επαναστατεί με πείσμα. Δεν μπορεί να προσφέρει στον Ποσειδώνα άλλη ζωή εκτός από τη δική του, ακόμα και αν το απαιτήσει ο θεός.
Από το νερό ξεπροβάλλει ένα τέρας. Οι άνθρωποι πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν. Ο Ιδομενέας μένει μόνος με το τέρας μέχρι που τον πλησιάζει ένας ιερέας και τον κοιτάζει επίμονα.

Γ’ Πράξη (Η θυσία εμποδίζεται)
Στον ειδυλλιακό βασιλικό κήπο: Η Ιλιάδα τραγουδά για την αγάπη της προς τον Ιδάμανθη. Το αγαπά πάντα το ίδιο. Αυτός βρίσκεται ακόμα στην Κρήτη, επειδή ο Ποσειδώνας εμπόδισε τον απόπλου. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Ιδάμανθης για να ζητήσει συγχώρεση από την Ιλιάδα που πρόδωσε τον έρωτά τους όταν δέχτηκε να φύγει με την Ηλέκτρα. Η μόνη του διέξοδος είναι να βρει το θάνατο πολεμώντας το άγριο τέρας που απειλεί το λαό της Κρήτης. Η Ιλιάδα, συγκλονισμένη, δεν μπορεί να κρύψει τη θλίψη της γι’ αυτήν την αποκάλυψη. Όταν ο Ιδάμανθης βλέπει ότι η Ιλιάδα τον αγαπάει ακόμα, της εξομολογείται ότι και τα δικά του συναισθήματα δεν έχουν αλλάξει. Επισφραγίζουν τον έρωτά τους με ένα ντουέτο: «Spiegarti non possio» (Να στο εξηγήσω δεν μπορώ).[6]
Η Ιλιάδα και ο Ιδάμανθης είναι αγκαλιασμένοι όταν στην σκηνή εμφανίζονται ο Ιδομενέας και η Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα κατηγορεί τον Ιδάμανθη για την απιστία του. Αυτός ζητά απελπισμένος από τον πατέρα του μια τελευταία χάρη: να του εξηγήσει γιατί του φέρεται τόσο ψυχρά και τον αποφεύγει: «Με μισείς; Με απεχθάνεσαι;». Ο Ιδομενέας δεν του απαντά, αντίθετα φωνάζει αποφασισμένος: «Πήγαινε, σε διατάζω, φύγε και κάπου αλλού αναζήτησε άσυλο!».
Στο κουαρτέτο που ακολουθεί, το οποίο εισάγει ο Ιδάμανθης με το «Andro ramingo e solo» (Πηγαίνω, μοναχικά τριγυρνώντας),[7] ο καθένας εκφράζει με δικό του τρόπο τα συναισθήματά του. Ο Ιδάμανθης θα εγκαταλείψει την πατρίδα του, η Ιλιάδα θέλει να τον ακολουθήσει και στο θάνατο, η Ηλέκτρα ζητά εκδίκηση και ο Ιδομενέας ρωτά με πικρή σοβαρότητα: «Ποιος από λύπηση θα με σκοτώσει;». Όλοι μαζί τραγουδούν: «Σπαράζει η καρδιά μου! Αυτό πια δεν αντέχεται».
Ο βασιλιάς παραμένει πίσω μόνος. Η ενοχή τον βαραίνει. Ο Αρβάκης του φέρνει τα νέα ότι έχουν ξεσπάσει ταραχές. Μια απελπισμένη ομάδα ανθρώπων με αρχηγό τον ιερέα του Ποσειδώνα έχει συγκεντρωθεί μπροστά από το ανάκτορο και ζητά να μιλήσει με τον βασιλιά. Ο Ιδομενέας εγκαταλείπει τη σκηνή. «Sventurata Sidon!» (Δύστυχη Σιδώνα!) αναφωνεί ο Αρβάκης. Προβλέπει την καταστροφή και την πτώση του βασιλείου.
Στο παλάτι του ο Ιδομενέας περικυκλώνεται από το λαό του. Ο ιερέας του Ποσειδώνα θρηνεί για την απειλητική καταστροφή της χώρας από το τέρας: «Δες τους δρόμους πλημμυρισμένους από αίμα. Σε κάθε σου βήμα έναν ταλαιπωρημένο θα βρεις που από το σώμα του μια ψυχή βγαίνει... πρησμένη από μαύρο δηλητήριο... Χιλιάδες και μυριάδες είδα να πεθαίνουν σ’ αυτήν την... αχόρταγη και βρωμερή κοιλιά, να θάβονται πριν ξεψυχήσουν». Η τρομακτική αυτή άρια του ιερέα διακόπτεται συχνά από το θρήνο του λαού: «Volgi intorno lo sguardo» (Στρέψε γύρω τη ματιά σου, βασιλιά).[8]
Στη συνέχεια ο ιερέας ξεστομίζει την καθοριστική κουβέντα: μόνον ο Ιδομενέας, ο βασιλιάς, μπορεί να βοηθήσει! Δίνοντας σχεδόν εντολή, ο ιερέας φωνάζει στο βασιλιά: «Στο ναό, βασιλιά, στο ναό!» και: «Ποιος είναι το θύμα και πού είναι; Δώσε στον Ποσειδώνα ό,τι του ανήκει!». Όλοι γνωρίζουν από τη στιγμή της καταιγίδας, που εμπόδισε την αναχώρηση του Ιδάμανθη, ότι ο Ιδομενέας αρνείται στον Ποσειδώνα τη θυσία που επιθυμεί. Τότε ο Ιδομενέας αποκαλύπτει ότι το θύμα είναι ο Ιδάμανθης και τώρα θα δουν οι θεοί ότι ο βασιλιάς σκοτώνει τον ίδιο το γιο του! Συγκλονισμένο το πλήθος φωνάζει: «Oh, volto tremendo» (Τρομερέ όρκε).[9]
Ακόμα και ο ιερέας δε μένει ασυγκίνητος από την τροπή των πραγμάτων. Δε ζητά από τον Ιδομενέα να ακολουθήσει το θέλημα του Ποσειδώνα, αλλά αναφωνεί: «Σπλαχνικέ ουρανέ! Κράτα το χέρι ανοιχτό... του καλού πατέρα!». Το πλήθος συγκεντρώνεται συμπάσχοντας γύρω από το βασιλιά του.
Ενώ ο βασιλιάς μένει μόνος του, η εικόνα στο πίσω μέρος της σκηνής αλλάζει. Τώρα φαίνεται το κεφάλι του Ποσειδώνα σ’ ένα ασημένιο ανάγλυφο. Ο Ιδομενέας και ο ιερέας απευθύνουν μια προσευχή στον Ποσειδώνα. Ένα ιερέας εναποθέτει μπροστά από τον βασιλιά τον πέλεκα για τη θυσία και ένας άλλος τον ευλογεί. Τότε ακούγεται ένα θριαμβευτικό χορωδιακό κομμάτι: Ο Ιδάμανθης σκότωσε το τέρας! Ο πρίγκιπας εμφανίζεται έτοιμος να καρατομηθεί: «Padre, mio caro padre» (Πατέρα, αγαπημένε πατέρα μου). Όσο γλυκά ξεκινά αυτή η άρια, τόσο συνεχίζεται με κυνικό ύφος. Ο Ιδάμανθης δηλώνει ότι καταλαβαίνει ότι ο πατέρας του πρέπει να τον θυσιάσει, για να εξασφαλίσει την ειρήνη των υπηκόων του! Ο Ιδομενέας δεν έχει να πει πολλά για την υπεράσπισή του: «Συγχώρα με! Δεν ήταν δική μου αυτή η φρικτή επιλογή».
Και οι δυο κατηγορούν τη μοίρα, ενώ ο Ιδομενέας πιάνει το σπαθί του. Τότε τρέχει η Ιλιάδα και προσφέρεται να θυσιαστεί η ίδια. Μόλις έχει ξεστομίσει το «Είμαι δική σου, άγιε ιερέα!», ακούγεται από τον ουρανό μια φωνή: «Ο Ιδομενέας... να εγκαταλείψει το θρόνο! Βασιλιάς να γίνει ο Ιδάμανθης! Και η Ιλιάδα, η σύζυγός του!». Όλοι εγκαταλείπουν χαρούμενοι τη σκηνή.
Μετά ακολουθεί μια σκηνή που έρχεται σε αντίθεση με το χαρούμενο πνεύμα. Εμφανίζεται η Ηλέκτρα. Ο πόνος της για την απώλεια του Ιδάμανθη και η άρνηση των θεών να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη την οδήγησαν στην τρέλα. Μόλις τώρα αποκαλύπτεται ως πραγματική αδελφή του Ορέστη, του μητροκτόνου σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο: «Φέρω στην καρδιά το μαρτύριο του Ορέστη και του Αίαντα».
Με το σπαθί θα πρέπει αυτή η οδύνη να βρει ένα τέλος. Θέλει να συναντήσει τον αδελφό της ξανά στον Άδη, στη χώρα των αιώνιων δακρύων: «Ξεσκίστε την καρδιά μου, οχιές, φίδια!».
Στην τελευταία σκηνή, ο Ιδομενέας βγάζει το βασιλικό του μανδύα και τον ακουμπά στους ώμους του Ιδάμανθη. Μετά τοποθετεί την κορώνα στο κεφάλι του γιου του, Τελικά παντρεύει τον Ιδάμανθη με την Ιλιάδα. Με την άριά του «Torna pace al core» (Η ειρήνη επιστρέφει στην καρδιά μου) και με την χορωδία του φινάλε «Scenda, Amor» (Έρωτα, κατέβα), στη διάρκεια της οποίας το νιόπαντρο ζευγάρι εμφανίζεται για άλλη μια φορά στη σκηνή, κλείνει η όπερα.


[1] Ο Μότσαρτ ανέδειξε την ορχήστρα σε μυστικό πρωταγωνιστή της όπεράς του και ξεδίπλωσε όλη την ηχητική λαμπρότητα, την εκφραστικότητα και την επιδεξιότητα της ορχήστρας της Αυλής του Μάνχαϊμ, σ’ ένα μουσικό δραματικό πανόραμα. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ κατηγόρησε το γιο του ότι έχει συνθέσει για την ορχήστρα πολύ δύσκολα περάσματα. Πράγματι, ακόμα και η εισαγωγή απαιτεί επιδεξιότητα. Η παρτιτούρα γενικά χαρακτηρίζεται από μια άκρως διαφοροποιημένη και γεμάτη χρώμα παρουσία της ορχήστρας. «Καμιά ορχήστρα του κόσμου δεν ξεπέρασε ποτέ την ορχήστρα του Μάνχαϊμ», ανέφερε ο ποιητής Σούμπαρτ ενθουσιασμένος. «Τα φόρτε της είναι κεραυνός, το κρεσέντο ένας καταρράκτης, το ντιμινουέντο ένα μακρινό κρυστάλλινο ρυάκι, το πιάνο μια ανοιξιάτικη αύρα». Ο Άγγλος μουσικός Τσαρλς Μπάρνεϊ (1726-1814) αποκαλούσε την ορχήστρα του Μάνχαϊμ «στρατό από στρατηγούς».
[2] Για τη σκηνή, στην οποία τιμούν τον Ποσειδώνα, ο Μότσαρτ δε συνέθεσε κάτι πομπώδες. Η μουσική, ένα εμβατήριο, είναι μάλλον απαλή. Ο Μότσαρτ παρουσιάζει εδώ το καταλάγιασμα των ανέμων, ενώ ο θεός της θάλασσας έχει δείξει τη βία του με την ερμηνεία της χορωδίας.
[3] Στην παράσταση της Βιέννης το 1786, ο ρόλος του Ιδάμανθη ήταν γραμμένος αρχικά για έναν καστράτο και θα τον ερμήνευε ένας τενόρος. Ο Μότσαρτ συνέθεσε γι’ αυτό τη μεγάλη άρια με το σόλο βιολιού.
[4] Ο Μότσαρτ ανέφερε στον πατέρα του σχετικά με την άρια της Ιλιάδας. «Συμφωνήσαμε, θα βάλουμε εδώ μια άρια ανταντίνο, με 4 ορχηστρικά πνευστά όργανα, συγκεκριμένα ένα φλάουτο, ένα όμποε, ένα κόρνο και ένα φαγκότο». Η άρια, με τη φωνή που αγκαλιάζεται τρυφερά από τα πνευστά, θεωρείται «ωδή» μεταξύ των θησαυρών της παρτιτούρας.
[5] Αυτή η άρια του Ιδομενέα συνδυάζει μια άρια cantabile (τραγουδιστική), όπως αντιστοιχεί στο βασικό τενόρο σε όπερα σέρια με την πρώτη του εμφάνιση, και σε μια άρια agitata (ταραγμένη) ως δεύτερο μέρος. Η δομή και το περιεχόμενο δεν αντικατοπτρίζουν μια συναισθηματική ταραχή, αλλά μια ψυχολογική διαδικασία. Στην πρεμιέρα ο βασικός ρόλος είχε προβλεφθεί για τον ήδη 66χρονο, αγαπητό στο κοινό, Άντον Ράαφ, ο οποίος κατείχε ακόμα τη φωνητική επιδεξιότητα, αλλά δεν μπορούσε να τον υποστηρίξει. Ο Μότσαρτ του συνέθεσε λοιπόν πολλά «κομμένα μακαρονάκια», όπως ονόμαζε τις κολορατούρες.
[6] Ο Μότσαρτ, για την παράσταση της Βιέννης, αντικατέστησε το αρχικό ερωτικό ντουέτο «Sio non moro» (Αν δεν πεθάνω) της Ιλιάδας και του Ιδάμανθη με το παραπάνω, στο οποίο χρησιμοποιεί το ίδιο μοτίβο έναρξης, που είναι όμως πιο σύντομο. Όπως και η άρια του Ιδάμανθη, που αντικαταστάθηκε, έτσι και αυτό το κομμάτι ξεφεύγει στιλιστικά με την ώριμη αποστράγγισή του από τη συνήθως τόσο εκφραστική και φλογερή μουσική.
[7] Το κουαρτέτο αυτό είναι το πρώτο μεγάλο ανσάμπλ από σολίστες στο είδος της όπερας σέρια γενικά. Ξεκινά με μια ρέουσα μετάβαση. Ο χωρισμός μεταξύ ρετσιτατίβο και άριας εγκαταλείπεται, ενώ τα στοιχεία προβάλλονται διαχωρισμένα. Στο τέλος ο Ιδάμανθης ακολουθεί και πάλι την αρχική φράση, αλλά η πρότασή του μένει να αιωρείται ημιτελής. Ολοκληρώνει τελικά μ’ έναν επίλογο.
[8] Η πλούσια ενορχήστρωση και οι ικανότητες της ορχήστρας επιτρέπουν στον Μότσαρτ ηχοχρωματικές σκιάσεις, τις οποίες δε χρησιμοποίησε ποτέ ξανά. Όταν ο Ιδομενέας αποκαλύπτει στο λαό ότι πρέπει να θυσιάσει το γιο του, η σκηνή τονίζεται με ανατριχιαστικό τρόπο: με παράφωνα έγχορδα, ήπιες σάλπιγγες, υπόκωφους χτύπους τυμπάνων και ταυτοφωνία ξύλινων πνευστών.
[9] Ο «Ιδομενέας» είναι μια μεγάλη χορωδιακή όπερα. Η άρια αυτή είναι μια συλλογική αντίδραση στην αποκάλυψη του ονόματος «Ιδάμανθη» από τον Ιδομενέα. Στην όπερα σέρια, ο βασιλιάς θα κατέθετε τώρα τα συναισθήματά του με μια άρια, ενώ στην όπερά μας το αναλαμβάνει η χορωδία (ο λαός).