Στην όπερα συνυπάρχουν η μουσική και ο λόγος. Στο Capriccio του Strauss ένας ποιητής και ένας συνθέτης ανταγωνίζονται για την αγάπη μιας κόμισσας. Ποιος όμως θα κερδίσει την καρδιά της; Ποια τέχνη θα αναδειχθεί;
Ο Strauss δεν προτίμησε την κλασική εισαγωγή αλλά αρχίζει το έργο του με μια εισαγωγή για σεξτέτο εγχόρδων. Στην πρώτη σκηνή παρουσιάζονται οι πρωταγωνιστές της όπερας, όλοι ντυμένοι με κοστούμια σε στυλ ροκοκό: η Μαντλέν (μια νεαρή χήρα κόμισσα), ο κόμης (ο αδελφός της), η Κλαιρόν (μια ηθοποιός), ο Φλαμάντ (ένας συνθέτης), ο Ολιβιέ (ένας ποιητής) και ο Λαρός, ο διευθυντής θεάτρου.
Σκηνή 1η
Η παράσταση αρχίζει και στη σκηνή αποκαλύπτεται μια μεγαλοπρεπής αίθουσα ενός παλατιού που βρίσκεται κοντά στο Παρίσι. Η επίπλωσή της βασίζεται σε ροζ τόνους και στο χώρο υπάρχει κι ένα σπινέτο. Ο συνθέτης Φλαμάντ και ο ποιητής Ολιβιέ αφουγκράζονται το σεξτέτο που ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο.[1] Ο διευθυντής θεάτρου Λαρός έχει αποκοιμηθεί πάνω στην εφημερίδα του. «Bezaubert ist sie heute wieder» (Πάλι μαγευτική είναι σήμερα) είναι τα λόγια θαυμασμού του Φλάμαντ για την κόμισσα, που διακρίνεται από την ανοιχτή πόρτα στη διπλανή αίθουσα. Ο συνθέτης και ο ποιητής συναγωνίζονται για την εύνοια της κόμισσας. Με αφορμή ένα έργο του Σαλιέρι «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια» (Prima la musica, dopo le parole) συζητούν οι δυο τους για το ζήτημα αυτό. Έχει ο Σαλιέρι δίκιο ή όχι;
Ο Λαρός ξυπνά και τους μαλώνει λέγοντας ότι εκείνοι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτόν, τον διευθυντή θεάτρου, το πρακτικό μυαλό πίσω από όλα. Ο συνθέτης και οι ποιητής παραπονιούνται έντονα... «Σκλάβοι» είναι οι δυο τους, εξαρτημένοι από τα σκηνικά και τις ατέλειωτες πρόβες! Ακόμα και το κοινό, που έχει στόχο τη διασκέδαση και μόνο, βασίζεται στον Λαρός. Το μόνο που θέλει είναι εντυπωσιακά σκηνικά και υψηλούς τόνους από τον αστέρα τενόρο. Εκεί δεν βοηθούν ούτε οι μεταρρυθμίσεις αλά Gluck (Γερμανός συνθέτης). Ο Λαρός προτιμά την ιταλική opera buffa, επειδή προσφέρει άριστη διασκέδαση και είναι προσιτή στον απλό κόσμο.[2] Ο διευθυντής πιστεύει ότι ο κόσμος ζητά στη σκηνή αληθινούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, και όχι φαντάσματα. Ο ποιητής και ο συνθέτης όμως έχουν διαφορετική άποψη και κοιτάζουν τον Λαρός κοροϊδευτικά.
Ο Λαρός τους ενημερώνει ότι περιμένουν την ηθοποιό Κλαιρόν για πρόβα. Προετοιμάζουν για τα γενέθλια της κόμισσας ένα κομμάτι του Ολιβιέ, που έγραψε προς τιμή της. Ο κόμης, ο αδελφός της Μαντλέν, θέλει να εμφανιστεί μαζί με την Κλαιρόν στη σκηνή. Οι τρεις τους φεύγουν από την αίθουσα, για να ξεκινήσουν με τις ετοιμασίες.
Σκηνή 2η
Η κόμισσα εμφανίζεται στην αίθουσα μαζί με τον αδελφό της και μαθαίνουμε ότι ο Φλαμάντ έχει συνθέσει γι’ αυτήν ένα σεξτέτο: «Der Strom der Töne trug mich fort» (Το κύμα των ήχων με παρέσυρε μακριά). Τα δύο αδέλφια μιλούν για μουσική. Ο κόμης πιστεύει ότι η αγάπη της Μαντλέν για τη μουσική οφείλεται στην αδυναμία που τρέφει για τον Φλαμάντ. Η κόμισσα πάλι ισχυρίζεται ότι η αγάπη του αδελφού της για το θέατρο αποκαλύπτει το πραγματικό ενδιαφέρον του για την ηθοποιό Κλαιρόν. Ο κόμης, ερωτευμένος με την ερμηνεύτρια Κλαιρόν, επιθυμεί να αναλάβει ένα ρόλο στο έργο που πρόκειται να ανεβάσουν. Η εύθυμη λογομαχία των αδελφών μετατρέπεται σε πειράγματα με υπονοούμενα για τους έρωτές τους.
Σκηνή 3η
Ο Λαρός επιστρέφει με τον Φλαμάντ και τον Ολιβιέ στην αίθουσα και υπόσχεται μια μεγαλειώδη θεατρική παραγωγή. Οι Φλαμάντ και Ολιβιέ προβληματίζονται: θα υποβιβάσει ο Λαρός το κείμενο του Ολιβιέ σ’ ένα θέαμα χαμηλού επιπέδου;
Σκηνή 4η
Η Κλαιρόν καταφθάνει. Η γνωστή καλλιτέχνιδα και πρώην σύντροφος του Ολιβιέ προθυμοποιήθηκε να ενσαρκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο καινούργιο του δράμα. Στο έργο, όπως και στην πραγματικότητα, το ρόλο του εραστή θα αναλάβει ο κόμης. Για να πειστεί η Κλαιρόν για το ταλέντο του γαλαζοαίματου παρτενέρ της, ο κόμης ξεκινά την απαγγελία χωρίς τραγούδι. Απαγγέλλει το σονέτο «Kein andres, das mir so im Herzen loht» (Τίποτα άλλο δε φλέγεται στην καρδιά μου) και το δηλώνει ως κομμάτι του ρόλου του.[3] Ο Λαρός ξεκινά στη σάλα του θεάτρου τις πρόβες. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι παρών. Ο σκηνοθέτης θέλει να εργαστεί χωρίς καμιά ενόχληση.
Ο Ολιβιέ ξεκινά την απαγγελία του ερωτικού σονέτου που θα ερμηνεύσει ο κόμης με τον ζηλιάρη Φλαμάντ παρόντα. Απευθύνεται στη Μαντλέν για την οποία και το έγραψε. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, ο Φλαμάντ ξεσπά... για να μελοποιήσει άμεσα αυτούς τους υπέροχους στίχους. Η Μαντλέν του δίνει το χειρόγραφο.
Σκηνή 5η
Ο Ολιβιέ, έξαλλος με το εγχείρημα του Φλαμάντ, αφήνει την κόμισσα να τον ηρεμήσει. Δε θέλει να «καταστραφούν οι στίχοι του», αλλά η Μαντλέν έχει συλλάβει το νόημα των λέξεων που θα μελοποιηθούν: «Vielleicht schenkt er ihnen ein höheres Leben» (Ίσως τους δωρίζει ανώτερη ζωή). Ο Ολιβιέ εκμεταλλεύεται τη στιγμή που βρίσκονται μόνοι τους και εκδηλώνει τον έρωτά του στην κόμισσα με στιλ πρόζας, κάτι που η ίδια η κόμισσα του το ζήτησε κεκελυμμένα. Την παίρνει στην αγκαλιά του, αλλά αυτή αποτραβιέται λέγοντας: «Hoffnung ist züss, Gewährung vergänglich» (Η ελπίδα είναι γλυκιά, η εκπλήρωση ματαιότητα), μια σκέψη με την οποία αντέδρασε και η Κλαιρόν στο άκουσμα του σονέτου. Υπάρχει όμως και κάποιος άλλος που την πολιορκεί για τον έρωτά της. Είναι σε δίλημμα. Όταν ο Ολιβιέ την κατηγορεί ότι προτιμά τα σκοτεινά συναισθήματα που κρύβονται στη μουσική και όχι την καθαρότητα του πνεύματος, η οποία εκφράζεται μέσα από τα λόγια του ποιητή, εκείνη απαντά ότι η μουσική μπορεί να αναδείξει πράγματα τα οποία βρίσκονται πέρα από κάθε λέξη.
Σκηνή 6η
Ο Φλαμάντ έχει ήδη τελειώσει το κομμάτι. Επιστρέφει και το παρουσιάζει: «Kein andres, das mir so im Herzen loht» (Τίποτα άλλο δε φλέγεται στην καρδιά μου), οι ίδιοι στίχοι και πάλι. Η κόμισσα δεν μπορεί να συγκρατήσει τη συγκίνησή της, ο Ολιβιέ αντίθετα παραπονιέται για την καταστροφή των στίχων του. Οι τρεις τους εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσω ενός λαμπρού τρίο: «Des Dichters Worte, wie leuchten sie klar» (Τα λόγια του ποιητή πόσο ξεκάθαρα φωτοβολούν) και η Μαντλέν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος και η μουσική είναι πλέον αχώριστα ενωμένοι «στο δικό μου σονέτο».
Ο Λαρός μπαίνει βιαστικός μέσα. Χρειάζεται το συγγραφέα στην πρόβα, γιατί πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του για την περικοπή κάποιων σημείων.
Σκηνή 7η
Ο Ολιβιέ φεύγει από την αίθουσα. Τη σκηνή πλημμυρίζουν οι ήχοι της ορχήστρας. Ακόμα και ο Φλαμάντ πολιορκεί τώρα τη Μαντλέν με μια ερωτική εξομολόγηση: «Wem reicht Ihr den Preis?» (Σε ποιον θα δώσετε το βραβείο;). Η εξομολόγηση του Φλαμάντ διαρκεί περισσότερο και μουσικά είναι πιο περίπλοκη σε σύγκριση με αυτή του Ολιβιέ (άλλωστε είναι ο τενόρος). Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι για τον συνθέτη Στράους η μουσική έχει τελικά το προβάδισμα.
Παρόλα αυτά, όταν ο Φλαμάντ πλησιάζει με αγωνία τη Μαντλέν, αυτή του ζητά άλλη μια μέρα: «Morgen Mittag um elf» (Αύριο το μεσημέρι στις 11) θα του ανακοινώσει στη βιβλιοθήκη την απόφασή της. Μπαίνει πάλι ο Ολιβιέ, ενώ η ορχήστρα (αλέγκρο μοντεράτο) παρουσιάζει τη διαμάχη για άλλη μια φορά: ο συνθέτης και ο ποιητής αναμετρώνται με τα βλέμματά τους. Ο Φλαμάντ μοιάζει πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Στη συνέχεια, οι κύριοι αποχωρούν από την αίθουσα και η Μαντλέν έχει να αντιμετωπίσει μια εσωτερική σύγκρουση με τη συνοδεία θυελλώδους μουσικής.
Σκηνή 8η
Η Μαντλέν και ο αδελφός της συζητούν για λίγο στο σαλόνι τους. Τον προειδοποιεί να μην μπερδέψει το θαυμασμό που τρέφει η Κλαιρόν στο πρόσωπό του με έρωτα. Του αποκαλύπτει ότι ο Ολιβιέ και ο Φλαμάντ της έκαναν ερωτική εξομολόγηση. Στο ερώτημα του κόμη: «Was soll daraus werden?» (Τι θα απογίνει απ’ όλα αυτά;) του απαντά: «Eine Oper!» (Μια όπερα!).
Σκηνή 9η
Είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σκηνή και ο δραματουργικός πυρήνας αυτής της όπερας. Μετά την πρόβα περνούν στο σαλόνι για σοκολάτα. Η Κλαιρόν επαναλαμβάνει τους επαίνους για το ταλέντο του κόμη, ανακοινώνει όμως ότι πρέπει να επιστρέψει στο Παρίσι. Για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι, ο Λαρός παρουσιάζει μια χαριτωμένη χορεύτρια και τον παρτενέρ της, οι οποίοι συνοδεύονται στη σκηνή από μουσικούς.[4] Στο μεταξύ η Κλαιρόν και ο Ολιβιέ φιλονικούν. Ο έρωτάς τους έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό.
Με αφορμή το χορό, που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς μουσική, ξεσπά και πάλι καυγάς για την κατάταξη των τεχνών: «Tanz und Musik stehn im Bann des Rhythmus» (Χορός και μουσική υπακούν στον ρυθμό).[5] Ο διευθυντής του θεάτρου υποστηρίζει με στιβαρό ύφος: «Im Bereich meiner Bühne dienen sie alle» (Στα πλαίσια της σκηνής μου όλοι υπηρετούν), η συζήτηση όμως συνεχίζεται με εύθυμο τόνο. Γίνεται αναφορά στη όπερα (έχει να επιδείξει πολλά παράδοξα). Αυτό δεν ισχύει όμως για τον συνθέτη Gluck. Αυτός στοχεύει απευθείας στην καρδιά.
Φλαμάντ: στον Gluck λόγος και μουσική είναι ισάξια, η μουσική μπορεί να θεωρηθεί υπηρέτης και ερμηνευτής του κειμένου.
Κλαιρόν: το κείμενο γίνεται προβληματικό όταν είναι κακό!
Λαρός: το βασικό κακό είναι η ορχήστρα. Ο μανιασμένος ήχος της αναγκάζει τους ερμηνευτές να ουρλιάζουν!
Όταν λοιπόν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το ιταλικό μπελκάντο πεθαίνει, ο λαρός καλεί ένα ζευγάρι Ιταλών ερμηνευτών. Το συμβατικό ντουέτο αυτών των δύο Ναπολιτάνων έχει θλιμμένους στίχους «Addio mia vita, non piangere il mio fato» (Αντίο ζωή μου, μην κλαις για τη μοίρα μου),[6] η μουσική όμως που το συνοδεύει είναι εύθυμη. Το κοινό αντιδρά μουδιασμένα.
Τότε ο Λαρός ανακοινώνει το πρόγραμμα του θεάτρου, που θα αποτελέσει και την αποκορύφωση των εορτασμών. Ξεκινά με μια μεγαλειώδη αλληγορία, τη γέννηση της Αθηνάς. Ενώ ο Λαρός εξιστορεί τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, τον χλευάζουν για το παλιομοδίτικο πάθος τέτοιων μυθολογικών πλοκών [Ανσάμπλ που προκαλεί γέλιο: «Ein possierlicher Einfall!» (Χαριτωμένη σκέψη!)]. Η παρέα τραγουδά πολυφωνικά, καθένας το κομμάτι του, ενώ ο Λαρός προσπαθεί να αμυνθεί [Ανσάμπλ για λογομαχία: «Aber so hört doch! Es kommt ja ganz anders» (Μια στιγμή! Τελειώνει εντελώς διαφορετικά!)].[7]
Η Μαντλέν μαλακώνει τον θυμωμένο διευθυντή και τον ρωτά για το δεύτερο μέρος του θεατρικού. Ονομάζεται «Der Untergang Karthagos!» (Η καταστροφή της Καρχηδόνας!) και είναι άκρως δραματικό και ηρωικό, ένα πλούσιο θέαμα και ένα πυροτέχνημα τεχνικών εφέ. Και αυτή η περιγραφή αντιμετωπίζεται με ειρωνεία. Τότε ο διευθυντής χάνει την ψυχραιμία του «Hola, ihr Streiter in Apoll!» (Ε, Απολλώνιοι αγωνιστές!), αναφέρεται στην αξιοπρέπειά του «Ich bewahre das Gute, das wir besitzen» (Διατηρώ ό,τι καλό διαθέτουμε). Μάταια περιμένει το καινούργιο, το σύγχρονο έργο νέων μεγαλοφυϊών, «die zum Herzen des Volkes sprechen» (που μιλούν στην καρδιά του λαού). Αντίθετα συναντά συνέχεια «χλωμούς» αισθησιοκράτες με φτιασιδωμένους στίχους και πομπώδη μουσική δωματίου, που δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο στους «αιώνιους κανόνες του Θεάτρου».
Αν και οι Φλαμάντ και Ολιβιέ αναφωνούν περιπαικτικά «Αμήν!», παίρνουν στα σοβαρά τις παρατηρήσεις του Λαρός και αποφασίζουν να συνθέσουν μια όπερα σύμφωνα με την πρόταση της Μαντλέν και τις απαιτήσεις του διευθυντή.
Σκηνή 10η
Μιας και πρόκειται για μια όπερα συγκρούσεων [«die auch uns bewegen» (που αγγίζουν και εμάς)], ο κόμης προτείνει να χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενο της όπερας τα γεγονότα της ημέρας, όπως βιώνονται στο Capriccio. Η πρόταση γίνεται δεκτή και οι καλεσμένοι αποχωρούν. Όλοι φεύγουν για το Παρίσι, προσμένοντας την έμπνευση των Ολιβιέ και Φλαμάντ.
Σκηνή 11η
Οι υπηρέτες συγυρίζοντας το σαλόνι εκφράζουν την έκπληξή τους με τις ιδέες των κύριων τους (μια ευκαιρία για να ακουστεί «η φωνή του λαού» σχετικά με το μουσικό θέατρο).
Σκηνή 12η
Ένας μικρόσωμος, ηλικιωμένος κύριος, που συστήνεται στο μέτρ ως «unsichtbarer Herrscher einer magischen Welt» (αόρατος ηγεμόνας ενός μαγικού κόσμου), βγαίνει από την αίθουσα του θεάτρου. Είναι ο υποβολέας Μεσιέ Τοπ (Κύριος Τυφλοπόντικας), που αποκοιμήθηκε στη διάρκεια της πρόβας. Ο μετρ του υπόσχεται ότι θα ετοιμάσει μια άμαξα για να τον οδηγήσει στο σπίτι του.
Σκηνή 13η
Στο μεταξύ έχει βραδιάσει και τα κεριά μαζί με το φεγγάρι φωτίζουν την αίθουσα.[8] Δίπλα στο σπινέτο υπάρχει τώρα και μια άρπα. Εμφανίζεται η Μαντλέν κρατώντας μια παρτιτούρα στο χέρι της, που σφίγγει πάνω στο στήθος της. Ο οικονόμος την ενημερώνει ότι ο Ολιβιέ θα εμφανιζόταν την επόμενη μέρα για να μάθει «den Schluss der Oper» (το τέλος της όπερας). Συγκεκριμένα, αύριο το «μεσημέρι στις 11» θέλει να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη, όπου θα συναντηθεί και με τον Φλαμάντ, τον οποίον κάλεσε η Μαντλέν την ίδια ώρα (7η σκηνή). Η Μαντλέν τραγουδά το σονέτο στην άρπα για να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της.[9]
Πώς είναι δυνατόν να πάρει μια τέτοια απόφαση, μιας και οι δύο τέχνες ενώθηκαν σε κάτι ενιαίο; Προβληματισμένη κοιτάζει στον καθρέπτη και αναρωτιέται αν γνωρίζει ένα τέλος για την όπερα «der nicht trivial ist»[10] (που να μην είναι τετριμμένο), μέχρι που ο μετρ την επαναφέρει στην πραγματικότητα αναφέροντάς της ότι το δείπνο είναι έτοιμο. Η Μαντλέν αφήνει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα καθώς κατευθύνεται με χάρη προς το σαλόνι.
[1] Η εισαγωγή αποτελείται από ένα σεξτέτο, ενώ παράλληλα θεωρείται και τμήμα της πλοκής: Το andante con moto (βηματισμός του τέμπο με κίνηση) προέρχεται, όπως εξηγείται παρακάτω, από τον Φλαμάντ. Η απαλή αυτή μουσική αποκοιμίζει τον διευθυντή του θεάτρου, αλλά μαγεύει την κόμισσα.
[2] Όταν η συζήτηση οδηγείται στην ιταλική όπερα, ο Strauss αναπαράγει τους ήχους της. Και ένα ακόμα μουσικό τσιτάτο: ενώ ο Φλαμάντ, ο Λαρός και ο Ολιβιέ συζητούν για την όπερα του Gluck «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», ο Strauss υπονοεί με τη μουσική του την αρχή της εισαγωγής της όπερας «Ιφιγένεια».
[3] Το ερωτικό αυτό σονέτο προέρχεται από τον Πιέρ ντε Ρανσάρ (1525-1584). Το σονέτο έχει τη φόρμα με την οποία δημιουργήθηκε την περίοδο της Αναγέννησης με 14 στίχους. Οι στροφές είναι μοιρασμένες σε 4-4-3-3 στίχους. Στην αρχή ο κόμης δηλώνει το σονέτο ως μέρος του ρόλου του, μετά ο Ολιβιέ το αναπαράγει γεμάτο συναίσθημα προς τη Μαντλέν και την τρίτη φορά ακούγεται ως τραγούδι μελοποιημένο από τον Φλαμάντ.
[4] Για να παρουσιάσει το χορό, ο Strauss ανατρέχει σε μορφές που κυριαρχούσαν στις Αυλές: στη σουίτα που αποτελείται από πολλούς χορούς. Τα λόγια «Was sagt ihr! Die personifazierte Grazie!» (Τι λέτε! Η χάρη προσωποποιημένη!) συνοδεύονται από ένα passepied, ένα γαλλικό χορό του 16ου και του 17ου αιώνα. Ακολουθεί μια χωριάτικη ζίγκα, που χαρακτηριζόταν από το γρήγορο και ζωντανό ρυθμό των 12/8 και αποτελούσε στο μπαρόκ ύφος το τέλος της χορευτικής σουίτας. Εδώ όμως κυριαρχεί η σουίτα gavota. Ακολουθεί το γρήγορο και ζωντανό ρυθμό alla-breve, που είναι σύμφωνος με τις μισές νότες ρυθμού 2/2 ή 4/2 και κυλάει χωρίς παράλληλους τονισμούς. Η gavota αποτελείται συνήθως από δύο μέρη, καθένα με δύο θέματα.
[5] Το τμήμα του έργου που ξεκινάει με το μουσικό αυτό κομμάτι, είναι το κεντρικό κομμάτι του έργου. Γι’ αυτό και ο Strauss επέλεξε τη μορφή της φούγκα. Δεν υπάρχει σχεδόν μεγαλύτερη επιβολή της φόρμας σε μουσικό είδος από τη φούγκα του μπαρόκ, η οποία ακολουθεί αυστηρούς κανόνες στο σημείο αντίθεσης.
[6] Το ντουέτο των Ναπολιτάνων συνδέει ένα θλιβερό κείμενο με μια ζωηρή μουσική. Λειτουργεί ως παράδειγμα για την ιταλική επιρροή της όπερας και παρωδεί τη θέση των Πιτσινιστών, σύμφωνα με τους οποίους η μουσική διαμόρφωση της άριας αγνοεί εντελώς το λόγο.
[7] Οι σκηνές ανσάμπλ κατέχουν έναν ξεχωριστό ρόλο στο έργο του Strauss. Παράλληλα με τα σεπτέτα και τα σεξτέτα υπάρχουν και τρία οκτέτα. Από αυτά τα δύο είναι τα ανσάμπλ. Ένα τρίτο οκτέτο ακούγεται από το υπηρετικό προσωπικό, όταν οι πρωταγωνιστές έχουν πια εγκαταλείψει τη σκηνή. Σ’ αυτούς μένει να εκφράσουν την αλήθεια: «Das war ein schöner Lärm - und alle durcheinander!» (Αυτή ήταν μια ωραία φασαρία - και όλοι συγχρόνως!) (11η σκηνή). Και τα τρία οκτέτα είναι συμπυκνώσεις, σχεδόν καρικατούρες, των τυπικών ανσάμπλ της όπερας.
[8] Ο Strauss ήταν πολύ ικανοποιημένος με τη μουσική την ώρα που έφεγγε το φως του φεγγαριού στην αίθουσα πριν την τελευταία εμφάνιση της κόμισσας. Η μελωδία προήλθε από το δικό του σατιρικό κύκλο τραγουδιών «Kremerspiegel» του 1918 και τον μετέτρεψε σε μια σερενάτα πνευστών γεμάτη ρομαντισμό και μαγεία, ένα κομμάτι που παίζεται πια και εκτός όπερας.
[9] Για τελευταία φορά η κόμισσα ερμηνεύει το επίμαχο σονέτο, καθώς συνοδεύει τον εαυτό της μουσικά στην άρπα. Με τον τρόπο αυτόν το κάνει δικό της. Μουσική και ποίηση ενώθηκαν σε κάτι καινούργιο. Δεν μπορεί να απομονωθεί ούτε το κομμάτι του ποιητή ούτε του συνθέτη. Στο προσκήνιο θριαμβεύει τώρα μόνο η ερμηνεία.
[10] Στο μονόλογο της κόμισσας, προς το τέλος του έργου, ο Strauss αφήνει τη μουσική να κυλήσει ακολουθώντας το συναίσθημα. Επειδή ακριβώς η μουσική συνοδεία ήταν σε όλη τη διάρκεια μια διακριτική συνοδεία των δρώμενων, η πλούσια αυτή ενορχηστρωμένη τελική σκηνή προκαλεί τη συγκίνηση. Η αντίθεση που προκαλεί το ειρωνικό τέλος είναι εξαιρετικά απότομη: το δείπνο, που είναι έτοιμο στο σαλόνι, είναι πιο σημαντικό από την τέχνη, τη διανόηση και το πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου