9/2/11

«Φάλσταφ» - Η ιστορία του έργου

Ο Σαλιέρι και ο λιμπρετίστας του, ο Ντεφραντσέσκι, προσάρμοσαν τον «Φάλσταφ» του Σαίξπηρ με επιτυχία, δείχνοντας όχι μόνο γνώση, αλλά και πρωτοτυπία. Η συνεργασία αυτή αποτελεί μια άξια συνέχεια για τα έργα του διδύμου Μότσαρτ-Ντα Πόντε.
Η κωμωδία «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, η οποία παρουσιάστηκε το 1597 στην Αγγλία, είχε μεταφερθεί ήδη το 18ο αιώνα σε όπερες από τους Πέτερ Ρίτερ (Μάνχαϊμ, 1794) και Καρλ Ντίτερς φον Ντίτερσντορφ (Oels, 1796). Δεν είναι όμως γνωστό αν ο Σαλιέρι γνώριζε αυτή τη μεταφορά.
Το υλικό ήταν ιδανικό για να κεντρίσει το ενδιαφέρον Ιταλών συνθετών: ένας εκκεντρικός ήρωας και μια υπόθεση με έρωτα, απάτη, ζήλια και μεταμφιέσεις. Η κωμωδία του Σαίξπηρ, βασισμένη στην ιταλική παράδοση της Comedia dellArte, ταιριάζει ακριβώς στο είδος της opera bufa, δηλαδή την κωμική όπερα με τις ναπολιτάνικες καταβολές, η οποία ήταν πολύ δημοφιλής από το 1750.

Άγνωστος λιμπρετίστας
Ο Σαλιέρι είχε συνεργαστεί με σπουδαίους λιμπρετίστες της εποχής του, όπως τους Μπομαρσέ, Γκολντόνι, ντα Πόντε και Κάστι. Για τη μάλλον 37η όπερά του επέλεξε το 1799 τον Κάρλο Πρόσπερο Ντεφραντσέσκι, έναν σχετικά άγνωστο συγγραφέα. Ο Ντεφραντσέσκι ως τότε έγραφε κυρίως για εκδοτικούς οίκους της Πράγας και της Βιέννης. Στη συνέχεια έμελλε να γράψει και άλλα δύο λιμπρέτα για τον Σαλιέρι.

Έμπνευση από τον Σαίξπηρ
Τα έργα του Σαίξπηρ αποτελούν πάντα πρόκληση για τους λιμπρετίστες: να δημιουργηθεί μια όπερα με πληθώρα χαρακτήρων, να αποδοθεί ή να μεταφραστεί με επιτυχία το κωμικό ύφος του πρωτοτύπου, πόσο μάλλον να ερμηνευτεί σε όπερα.
Ο υπότιτλος του Ντεφραντσέσκι «I tre burle» (Οι τρεις φάρσες) σηματοδοτεί τον πυρήνα της πλοκής, τις τρεις φάρσες που σκαρώνουν οι δυο γυναίκες στο θύμα τους, τον Φάλσταφ. Ο εύθυμος αυτός πυρήνας συνδέεται με μια σκοτεινή ιστορία ζήλιας, που ,ετακινεί την όπερα πέρα από το είδος της γνωστής opera bufa. Ο Σαλιέρι είχε επηρεαστεί καθοριστικά από τις όπερες της αναμόρφωσης του μέντορά του, του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Ο Γκλουκ επικέντρωνε το ενδιαφέρον του στα ύψιστα συναισθήματα και στις ξεκάθαρες ανθρώπινες αλήθειες. Το λιμπρέτο δεν αποκλίνει πολύ από τον Σαίξπηρ (μάλιστα μερικά ρετσιτατίβο προέρχονται αυτούσια από το πρωτότυπο), τα πρόσωπα όμως περιορίζονται σε πέντε πρωταγωνιστές και δύο δευτερεύοντες ρόλους.
Η πρεμιέρα στο Kärntnertortheater στη Βιέννη στις 3 Ιανουαρίου του 1799 απέσπασε θερμό χειροκρότημα και πολλές σκηνές έπρεπε να επαναληφθούν. Η όπερα ανέβηκε την ίδια χρονιά στη Δρέσδη και στο Βερολίνο. Ο «Φάλσταφ» παρουσιάστηκε όμως 26 φορές στη Βιέννη μόνο μέχρι το 1802. Μετά το 1802, η όπερα διαγράφτηκε από το ρεπερτόριο της Όπερας της Αυλής, καθώς και από άλλες λυρικές σκηνές.
Η εκ νέου ανακάλυψη του «Φάλσταφ» ξεκίνησε το 1961 στη Σιένα στο Φεστιβάλ Settimana Musicale. Το 1975, με αφορμή τα 150 χρόνια που είχαν περάσει από το θάνατο του Σαλιέρι, η όπερα παρουσιάστηκε στο Σάλτσμπουργκ, στην Τριέστη και τη Βερόνα. Στην αναβίωση του έργου συνέβαλαν και οι πρώτες ηχογραφήσεις του 1985. Σήμερα η όπερα «Φάλσταφ» παρουσιάζεται πιο συχνά σε σύγκριση με τα άλλα έργα του Σαλιέρι, όπως στην Πάρμα και στο Μπορντό (1987), το Ντρότνινγκχολμ (1992), το 1995 στο Φεστιβάλ του Σβέτσινγκεν, στο Μιλάνο (1996), στη Νέα Υόρκη (1998), στην Κοστάντσα (2000), στη Ρεν και στο Ίνσμπουργκ (2002), καθώς και στη Βιέννη (2005).

Αντόνιο Σαλιέρι (1750-1825)
Ο Αντόνιο Σαλιέρι γεννήθηκε στο Λενιάνο (Βόρεια Ιταλία). Ήταν γιος εμπόρου. Σε μικρή ηλικία ξεχώρισε για το ταλέντο του στο βιολί, το τσέμπαλο και το τραγούδι. Σε ηλικία 15 χρονών πήγε στη Βενετία, όπου την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο συνθέτης Φλόριαν Γκάσμαν.
Ο Γκάσμαν παρουσίασε τον προστατευόμενό του στην Αυλή της Βιέννης. Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’, ο διάσημος λιμπρετίστας Πιέτρο Μεταστάζιο (1698-1782) και ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787) υποστήριξαν τον Σαλιέρι. Το 1774 έγινε αυλικός συνθέτης στη Βιέννη, το 1788 διορίστηκε αρχιμουσικός της Αυτοκρατορικής Αυλής, το 1817 διευθυντής του Κονσερβατουάρ. Στο Μιλάνο σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: εγκαίνια της Σκάλας με το «LEuropa Riconosciuta» (1778) [όταν η Σκάλα επαναλειτούργησε μετά την ανακαίνισή της το 2004, εγκαινιάστηκε με το ίδιο έργο του Σαλιέρι]. Και στο Παρίσι εμφανίστηκαν οι όπερές του με μεγάλη επιτυχία [«Οι Δαναΐδες» (1784), και «Ταράρ» (1787)].
Ο Σαλιέρι έγραψε όπερες ακολουθώντας τη σχολή της Νάπολης, καθώς και εκκλησιαστική μουσική και καντάτες. Ο θάνατος του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’ το 1790 αποδυνάμωσε τη θέση του στην Αυλή. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του δε συνέθεσε μεγάλα έργα, παρέμεινε όμως ένας άνδρας με επιρροή. Διετέλεσε δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του Μπετόβεν, του Λιστ και του Σούμπερτ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε πνευματική σύγχυση, και φημολογείται ότι «παραδέχτηκε» ότι δηλητηρίασε τον Μότσαρτ. Ο Σαλιέρι πέθανε στη Βιέννη.

Η φιγούρα του Φάλσταφ
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ δημιούργησε τον ήρωα σερ Τζον Φάλσταφ για το δίπρακτο δράμα «Ερρίκος Δ’» (1597). Ο μέθυσος και καβγατζής στρατιώτης ηγείται στο πρώτο μέρος του δράματος των πιστών φίλων του πρίγκιπα Χαλ και σχολιάζει με αδρό χιούμορ τα πολιτικά δρώμενα. Στο δεύτερο μέρος ο πρίγκιπας αποχωρίζεται την παρέα επειδή έχει στεφθεί πια βασιλιάς. Στο δράμα «Ερρίκος Ε’» (1599) ανακοινώνεται ο θάνατος του Φάλσταφ.
Ο χαρακτήρας του Φάλσταφ βασίστηκε στον σερ Τζον Όλντκαστλ (1378-1417), αρχηγό της σέκτας των Λολλάρδων. Απαγχονίστηκε ως αιρετικός και συνωμότης κατά του βασιλιά. Στην πρώτη εκδοχή του «Ερρίκου Δ’», ο Φάλσταφ ονομαζόταν ακόμα Όλντκαστλ. Ο Σαίξπηρ άλλαξε μάλλον το όνομα ύστερα από διαμαρτυρίες των απογόνων του πραγματικού ιππότη. Το όνομα Φάλσταφ θυμίζει τον σερ Τζον Φάλσταφ. Έτσι είχε ονομάσει ο Σαίξπηρ ένα δειλό ιππότη στο πρώτο μέρος του δράματος «Ερρίκος» (1589). Και ο Φάλσταφ ήταν ιστορικό πρόσωπο, ένας στρατιώτης καριερίστας στον Εκατονταετή Πόλεμο.

Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ
Η κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» (γύρω στα 1600), παρακίνησε πολλούς συνθέτες στη μελοποίησή της. Μια επικρατούσα φήμη αναφέρει ότι η βασίλισσα Ελισάβετ Α’, ζήτησε από τον Σαίξπηρ να γράψει ένα έργο για τον ερωτευμένο Φάλσταφ, ο οποίος έχει υποβιβαστεί εδώ σ’ έναν αποτυχημένο διαφθορέα. Η δημοφιλής κωμωδία ενέπνευσε τη γερμανική όπερα των Πέτερ Ρίτερ (1794) και Καρλ Ντίτερς φον Ντίτερσντορφ (1796). Εκτός από τον Σαλιέρι, εμπνεύστηκε και ο Τζιουζέπε Βέρντι να γράψει μια όπερα με τον τίτλο «Φάλσταφ» (1893). Ο Ότο Νικολάι μελοποίησε τις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» (1849) και ο Ραλφ Βόγκαν Ουίλιαμς το «Sir John in Love» (Ο ερωτευμένος Σερ Τζον) (1929).
Το όνομα Φάλσταφ έγινε συνώνυμο των καυχησιάρηδων και των εραστών της απόλαυσης. Μάλιστα, ένα αυστριακό περιοδικό για «καλοφαγάδες» ονομάζεται Falstaff.