2/2/11

Η ιστορία της όπερας «Μάκβεθ»

Η πρεμιέρα της όπερας «Μάκβεθ» πραγματοποιήθηκε το 1847. Αποτέλεσε το πρώτο έργο του Σαίξπηρ με το οποίο ασχολήθηκε ο Βέρντι. Η προσπάθεια αυτή του συνθέτη κορυφώθηκε με τα μετέπειτα έργα του «Οθέλλος» και «Φάλσταφ», το 1887 και 1893 αντίστοιχα.
Η όπερα «Μάκβεθ» γράφτηκε ανάμεσα στο 1842 και το 1853/54. Πρόκειται για χρόνια κατά τα οποία ο Βέρντι συνέθεσε τις πιο επιτυχημένες όπερές του, που του χάρισαν δόξα και φήμη. Συνέθεσε τα έργα «Ναμπούκο» (1842), «Ο Ερνάνης» (1844), «Οι Λομβαρδοί στην Α’ Σταυροφορία» (1843), «Οι δύο Φόσκαρι» (1844), «Ζαν ντ’ Αρκ» (1845), «Αλζίρα» (1845), «Αττίλας» (1846), «Μάκβεθ» (1847), «Οι ληστές» (1847), «Ο κουρσάρος» (1848), «Η μάχη του Λενιάνο» (1849), «Λουίζα Μίλερ» (1849) και «Στιφέλιο» (1850). Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 εμπνεύστηκε τρεις όπερες: «Ριγκολέτο» (1851), «Ιλ Τροβατόρε» (Ο Τροβαδούρος) (1853) και «Λα Τραβιάτα» (1853), που του προσέδωσαν ακόμα μεγαλύτερη δόξα.
Το σενάριο για τον «Μάκβεθ» γράφτηκε από τον ίδιο τον Βέρντι, ενώ είχε απόλυτη συνείδηση για την τεράστια μουσική και λογοτεχνική πρόκληση του εγχειρήματος. Σχετικά με αυτό το εγχείρημα, σχολίασε ο ίδιος αργότερα: «Ίσως και να μην ανταποκρίθηκα στη δυσκολία του Μάκβεθ, αλλά όχι ότι δεν γνωρίζω τον Σαίξπηρ, ότι δεν τον κατανοώ και ότι δεν έχω την αίσθηση των έργων του, όχι. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου ποιητή, του οποίου τα έργα τα είχα στα χέρια μου από τα νιάτα μου και τα διάβαζα ξανά και ξανά».
Το 1846 ο συνθέτης εμπιστεύτηκε την ιδέα του στον Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, για να τη μετατρέψει σε στίχους, θυμίζοντάς του συνεχώς ότι ήθελε «ανωτερότητα και συντομία». Ο Πιάβε είχε ήδη γράψει τρία λιμπρέτα για τον Βέρντι. Επιπλέον, του έδωσε τα κείμενα για μερικές από τις πιο σημαντικές επιτυχίες του («Ριγκολέτο» και «Λα Τραβιάτα»), δυστυχώς όμως και για μερικές από τις αποτυχίες του («Στιφέλιο», «Αρόλντο»). Ο Πιάβε δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τον Βέρντι για την όπερα «Μάκβεθ». Το 1847 ο Βέρντι απευθύνθηκε στον Αντρέα Μαφέι για την Γ’ και Δ’ Πράξη.

Για ένα έργο τέχνης
Ο Βέρντι επικεντρώνεται κυρίως στα πρόσωπα του Μάκβεθ, της λαίδης Μάκβεθ και της ομάδας με τις μάγισσες. Ακριβής και λάτρης της λεπτομέρειας, κατά τις πρόβες πραγματοποίησε το όραμά του για ένα μουσικό δραματικό αριστούργημα. Έδωσε την ίδια έμφαση τόσο στα περιφερειακά στοιχεία, όπως στο σκηνικό, στα κουστούμια και τα αντικείμενα, όσο και στη μουσική εκτέλεση. Η Μαρία Μπαρμπιέρι-Νίνι, η πρώτη λαίδη Μάκβεθ, ανέφερε ότι ο Βέρντι προτιμούσε τη ρεαλιστική απόδοση από μια ιδεαλιστική αισθητική και εκτιμούσε την απόλυτη ηχητική ομορφιά. Πέρα από αυτό, ο συνθέτης δοκίμαζε νέες δυνατότητες ενορχήστρωσης και επέλεγε τη δραματουργική συνέπεια και όχι την απαραίτητη για τις όπερες ιστορία αγάπης.
Κατά την πρεμιέρα του «Μελοδράματος» σε 4 πράξεις στις 14 Μαρτίου του 1847 στο θέατρο Λα Πέργκολα της Φλωρεντίας, το κοινό αντέδρασε απορριπτικά. Ακόμα και 18 χρόνια αργότερα, όταν ο Βέρντι παρουσίασε τη νέα εκδοχή στο Λυρικό θέατρο του Παρισιού, στις 21 Απριλίου του 1865, δεν είχε καλύτερη τύχη.
Η όπερα «Μάκβεθ» αναδείχθηκε σ’ ένα από τα κορυφαία έργα του είδους όταν αναγεννήθηκε και το ενδιαφέρον για τα έργα του Βέρντι τη δεκαετία του 1920. Στην ανάδειξη της όπερας «Μάκβεθ» συντέλεσε και η ερμηνεία της λαίδης Μάκβεθ από καταξιωμένες καλλιτέχνιδες. Όταν μάλιστα η Μαρία Κάλλας με μόλις πέντε παραστάσεις (η πρώτη στις 7 Δεκεμβρίου του 1952 με μουσική διεύθυνση του Βίκτορ ντε Σάμπατα) ερμήνευσε τη λαίδη Μάκβεθ. Το επίπεδο ανέβηκε αναμφίβολα ακόμα περισσότερο. Οι επιδόσεις της τότε 29χρονης ερμηνεύτριας θεωρούνται μέχρι και σήμερα από πολλούς ως αξεπέραστες. Το ίδιο ισχύει και για την ίδια την Κάλλας: δεν ερμήνευσε ποτέ ξανά τη λαίδη Μάκβεθ.
Σημαντικές παραστάσεις της νεότερης εποχής ήταν το 1970 στο Λονδίνο με μουσική διεύθυνση του Λαμπέρτο Γκαρντέλι με τους Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου (Μάκβεθ), Έλενα Σουλιώτη (λαίδη Μάκβεθ), και Λουτσιάνο Παβαρότι (Μάκνταφ). Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με μαέστρο τον Κλαούντιο Αμπάντο, στη Σκάλα, με τους Πιέρο Καπουτσίλι, Σίρλεϊ Βερέτ και Πλάθιντο Ντομίνγκο. Το 1977 με μαέστρο τον Ρικόρντο Μούτι με τους Σέριλ Μίλνες, Φιορέντσα Κοσότο και Χοσέ Καρέρας και τέλος, το 1987 στο Βερολίνο με μουσική διεύθυνση του Τζουζέπε Σινόπολι. Πιο πρόσφατα, το 2001, ο Φραντς Βέλσερμεστ διηύθυνε μια εξαιρετική παράσταση στη Ζυρίχη με τους Τόμας Χάμπσον, Παολέτα Μαρόκου και Λουίς Λίμα.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616)
Πατέρας του ήταν ο Τζον Σαίξπηρ, επιτυχημένος έμπορος και μητέρα του, η Μαίρη Άρντεν από εύπορη οικογένεια. Βαφτίστηκε στις 26 Απριλίου του 1564 στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον και ημερομηνία γέννησής του θεωρείται η 23η Απριλίου. Το 1582 ο Σαίξπηρ παντρεύτηκε την κόρη ενός γεωργού, την Αν Χάθαγουεϊ. Το 1592 ήταν γνωστός ως ηθοποιός και δραματουργός. Έπαιζε με το θίασο «Lord Strange’s Men» (μετά το 1594 «Lord Chamberlain’s Men»). Από το 1603 επιτράπηκε στην ομάδα να ονομάζεται «The Kings Men» (Οι άνθρωποι του βασιλιά), καθώς απολάμβανε την εύνοια του Ιάκωβου Α’.
Από το 1597 ο Σαίξπηρ έγινε συνιδιοκτήτης του ανοιχτού θεάτρου «The Globe». Το 1608 έλαβε μέρος στο «Blackfrias Theatre», στο οποίο εμφανιζόταν η ομάδα του τη χειμερινή περίοδο. Ο Σαίξπηρ πέθανε στις 23 Απριλίου του 1616 στο Στράτφορντ και κηδεύτηκε στην τοπική εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
Η συγγραφή δραμάτων και σονέτων από τον επαρχιώτη Σαίξπηρ αμφισβητείται από πολλούς ερασιτέχνες ερευνητές. Πιθανοί συγγραφείς θεωρούνται κατά καιρούς ο Έντουαρντ ντε Βερ, κόμης της Οξφόρδης, ο φιλόσοφος και μέλος της Βουλής των λόρδων Φράνσις Μπέικον, ο δραματουργός Κρίστοφερ Μάρλοου, ακόμα και η βασίλισσα Ελισάβετ.

Το ιστορικό υλικό
Το ιστορικό πρόσωπο Μάκβεθ (1005-1057) (στρατηγός του βασιλιά Ντάνκαν Α’ στη μάχη του Έλγιν το 1040) βασίλεψε 17 χρόνια στη Σκοτία, αφού σκότωσε τον Ντάνκαν Α’. Ο ίδιος ο Μάκβεθ σκοτώθηκε στη μάχη με τον Μάλκομ Γ’, το γιο και νόμιμο διάδοχο του Ντάνκαν, από το χέρι του Μάκνταφ. Ο τάφος του βρίσκεται στο ιερό νησί Ιόνα. Ο Λούλαχ, ο θετός γιος του, έμεινε μόνο ένα χρόνο στο θρόνο, μέχρι το 1058.
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ χρησιμοποίησε για την τραγωδία του, που γράφτηκε το 1608, ως υλικό τα χρονικά του Ραφαήλ Χόλινσετ, τα οποία βασίζονται στο έργο του Έκτορ Μπέκε. Για την ιστορία της Σκοτίας του 1527. Ο Σαίξπηρ συνέδεσε τα γεγονότα γύρω από τον Σκοτσέζο βασιλιά με τον Ιάκωβο Α’, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του απόγονο του Μπάνκο. Οι ειδικοί υποθέτουν ότι το κείμενο που είναι γνωστό στις μέρες μας αποτελεί μια επεξεργασία του πρωτότυπου από τον Τόμας Μιντλετον, ο οποίος συμπεριέλαβε μυθολογικά και δεισιδαιμονικά στοιχεία από το δικό του έργο «Η Μάγισσα» του 1615.
Το δράμα κέρδισε στο θέατρο τη φήμη του κακότυχου, ίσως εξαιτίας της βίας που περιγράφει. Φημολογείται ότι έχουν συμβεί συχνά ατυχήματα κατά την παράσταση και όποιος αναφέρει τον τίτλο, προκαλεί και την αποτυχία της. Ηθοποιοί που ήταν δεισιδαίμονες προτιμούν να αναφέρονται σε αυτό ως «το σκοτσέζικο έργο» (the Scottish play).
Στις πολλές εκδοχές του ανήκουν μεταξύ άλλων αυτές των Τζον Εκλς (1694), Τζον Αβραάμ Φίσερ (1780), Ερνστ Μπλοχ (1910), αλλά και Σαλβατόρε Σκιαρίνο (2002), καθώς και ταινίες, όπως του Όρσον Ουέλς, του Ρομάν Πολάνσκι και Ακίρα Κουροσάβα. Ο Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς συνθέτες που έζησαν και έδρασαν στα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, συνέθεσε την όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» (1934), η οποία βασίζεται σ’ ένα διήγημα του Νικολάι Λέσκοβ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου