21/1/11

Ο «Nabuco» του Giuseppe Verdi

Είναι η ιστορία του Ναβουχοδονόσωρ (Nabuco), που επιβάλλει το βαβυλωνιακό ζυγό στο λαό Ισραήλ και στο τέλος ασπάζεται τον Θεό του Ισραήλ. Οι πραγματικοί όμως πρωταγωνιστές του βιβλικού δράματος είναι οι Εβραίοι.

Α’ Πράξη (Ο Ναβουχοδονόσωρ νικάει τους Εβραίους)
Μετά την εισαγωγή[1] η αυλαία δεν ανοίγει αμέσως. Η σκηνή αποκαλύπτεται όταν οι κουρτίνες πέφτουν. Τη σκηνή περιβάλλουν λιτά τείχη, ενώ στον πίσω τοίχο κυριαρχούν δύο ανάγλυφοι φοίνικες, όπως είναι γνωστοί από τα κτίσματα της αρχαίας Ανατολής. Πρόκειται για τα τείχη του Ναού της Ιερουσαλήμ. Εδώ, οι λευίτες (ιερείς) και ο λαός των Εβραίων έχουν βρει άσυλο και προσεύχονται στον Θεό να τους σώσει από τα βαβυλωνιακά στρατεύματα, που πλησιάζουν: «Gli arredi festive giu cadano infranti» (Καταστρέψτε τους στολισμούς).[2] Όλοι φορούν απλά ρούχα από χοντροκομμένα υφάσματα και σκεπάζουν το κεφάλι τους με πέπλα.
Ο αρχιερέας Ζαχαρίας, ένας γέροντας με λευκά μαλλιά και άσπρο ένδυμα, ενθαρρύνει το λαό. Υπάρχει ελπίδα [«Sperate, oh figli!» (Μην απελπίζεστε, παιδιά μου!)], μιας και η Φενίννα, η κόρη του βασιλιά των Βαβυλωνίων, είναι όμηρος στα χέρια του αρχιερέα. Η Φενίννα βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ από τότε που ελευθέρωσε τον Ισμαήλ, ανιψιό του Εβραίου βασιλιά, από τους Βαβυλωνίους και τον ακολούθησε εκεί παρασυρμένη από τον έρωτά της. Όταν ο Ισμαήλ ανακοινώνει ότι η στρατιά των Βαβυλωνίων πλησιάζει, ο Ζαχαρίας και ο λαός αρχίζουν να τραγουδούν ένα είδος πολεμικού τραγουδιού: «Come note al sol fulgente» (Όπως η νύχτα στο φως του ανατέλλοντος ηλίου).
Ο Ισμαήλ διαβεβαιώνει τη Φενίννα ότι θα την ελευθερώσει. Η αγάπη του γι’ αυτήν σημαίνει προδοσία του ίδιου του λαού του. Τη στιγμή που οι ερωτευμένοι αγκαλιάζονται, εισβάλλει στο ναό μια γυναίκα με επιβλητική παρουσία που συνοδεύεται από Ασσύριους πολεμιστές. Τα μαλλιά της είναι χρυσά και το πρόσωπό της είναι επίσης μακιγιαρισμένο χρυσό. Πρόκειται για την Αβιγαία, τη μεγαλύτερη αδελφή της Φενίννα. Η Αβιγαία αγαπά κι αυτή τον Ισμαήλ, από τότε που ήταν κρατούμενος στη Βαβυλώνα: «Io tamava» (Σε αγάπησα). Υπόσχεται στον Ισμαήλ να τον προστατέψει από τους Βαβυλώνιους και τον πατέρα της αν της αφιερωθεί. Όμως, ο Ισμαήλ την απορρίπτει.
Καθώς η μουσική δυναμώνει, εισβάλλει στο ναό ο Ναβουχοδονόσωρ και πίσω του ακολουθούν οι στρατιώτες του. Επιβλητικός και εντυπωσιακός, ντυμένος σε χρυσά και μπλε ενδύματα, έχει κι αυτός μακιγιαρισμένο το πρόσωπό του με χρυσό. Ως νικητής διατάζει την ανελέητη μεταχείριση των ηττημένων: «O vinti, il capo a terra!» (Οι ηττημένοι στο χώμα!).[3] Ο Ζαχαρίας έχει μόνο έναν τρόπο για να αμυνθεί. Φέρνει απειλητικά ένα μαχαίρι στο λαιμό της Φενίννα, ο Ισμαήλ όμως ελευθερώνει την αγαπημένη του από τα χέρια του αρχιερέα και την οδηγεί, προς μεγάλη φρίκη των Εβραίων, στις γραμμές των Βαβυλωνίων πολεμιστών. Ο Ναβουχοδονόσωρ διατάζει αμέσως να βάλουν φωτιά στο ναό. Το πίσω μέρος της σκηνής λάμπει κόκκινο, σαν αίμα, από τις φλόγες.

Β’ Πράξη (Το πραξικόπημα της Αβιγαίας)
Πίσω στη Βαβυλώνα: Η Αβιγαία ανακαλύπτει σ’ ένα μοιραίο έγγραφο ότι είναι παιδί σκλάβων και όχι η πραγματική κόρη του Ναβουχοδονόσωρ. Αυτό σημαίνει ότι η Φενίννα είναι η νόμιμη διάδοχος του θρόνου, ενώ την ίδια την περιμένει η θέση της σκλάβας! Μετά από μια έκρηξη οργής, την κυριεύει η μελαγχολία: «Anchio dischiuso un giorno» (Άφησα κι εγώ μια μέρα να μπει χαρά στην καρδιά μου).[4] Η Αβιγαία δεν είναι απάνθρωπη, είναι μια απογοητευμένη, σκληρή γυναίκα.
Ο αρχιερέας του Βαάλ πληροφορεί την Αβιγαία ότι η Φενίννα ελευθέρωσε τους λευίτες που ήταν κρατούμενοι. Τώρα πια το ιερατείο του Βαάλ δεν υποστηρίζει πλέον τον Ναβουχοδονόσωρ, αλλά πάει με το μέρος της Αβιγαίας. Στο όνομα των Βαβυλωνίων ο ιερές της προσφέρει το στέμμα. Όλα τα όνειρα και οι φιλοδοξίες της Αβιγαίας φαίνεται να εκπληρώνονται. Στο μεταξύ ο αρχιερέας έχει διαδώσει την ψευδή είδηση ότι ο Ναβουχοδονόσωρ έπεσε στη μάχη.
Νύχτα στις όχθες του Ευφράτη: Ο Ζαχαρίας παραλαμβάνει από τον λευίτη τις πλάκες του νόμου. Είναι βέβαιος ότι ο Θεός τον έχει επιλέξει να προσηλυτίσει τον Ναβουχοδονόσωρ. Αυτό θα σήμαινε και την ελευθερία του εβραϊκού λαού. Εμφανίζεται ο Ισμαήλ που έχει ζητήσει από τους λευίτες να συγκεντρωθούν όλοι. Οι συμπατριώτες του, όμως, αρνούνται: «Il maledetto non ha fratelli» (Ο καταραμένος δεν έχει αδέλφια).[5] Η αδελφή του Ζαχαρία, η Άννα, παρεμβαίνει και λέει ότι ο Ισμαήλ δεν θα πρέπει να θεωρείται πλέον απόκληρος, διότι η Φενίννα έχει ασπαστεί την πίστη των Εβραίων. Σχεδόν αμέσως, η Άννα οδηγεί την κόρη του Ναβουχοδονόσωρ στη σκηνή. Το ότι έχει αλλάξει πίστη φαίνεται από τα ρούχα που φοράει πλέον. Στο κεφάλι της εντυπωσιάζει ένα ψηλό κεντημένο καπέλο.
Σχεδόν αμέσως, μόλις ο Αμπντάλ, λοχαγός των σωματοφυλάκων του Ναβουχοδονόσωρ, ανακοινώνει το θάνατο του Ναβουχοδονόσωρ και την άνοδο της Αβιγαίας στο θρόνο, στις όχθες του Ευφράτη εμφανίζεται η σφετερίστρια μαζί με το ιερατείο της Βαβυλώνας. Η Αβιγαία ζητά; Από την αδελφή της το βασιλικό στέμμα, αλλά μάταια. Η Φενίννα είναι ανυποχώρητη. Τότε εμφανίζεται ο Ναβουχοδονόσωρ και απειλεί: «Sappressan glistanti» (μετά θα ξεσπάσει η οργή μου πιο φοβερή).[6] Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς καταδικάζει τον Ζαχαρία σε θάνατο και, όταν η Φενίννα εκδηλώνει την επιθυμία να πεθάνει μαζί με τον αρχιερέα, επειδή είναι Εβραία, η οργή του Ναβουχοδονόσωρ δεν έχει όρια. Απαιτεί από όλους υποταγή. Δεν είναι πλέον βασιλιάς, αλλά θεός![7] Τότε μια αστραπή πέφτει από τον ουρανό, και ο Γιαχβέ, ο Θεός των Εβραίων τιμωρεί τον βασιλιά γι’ αυτή του την ύβρη: Ο Ναβουχοδονόσωρ τρελαίνεται. Βγάζει το στέμμα και το τοποθετεί στο έδαφος. Η Αβιγαία το αρπάζει.

Γ’ Πράξη (Ο Ναβουχοδονόσωρ σε ψυχική αναταραχή)
Η Αβιγαία, έχοντας πλέον τη βασιλική εξουσία, δέχεται τις τιμές των υπηκόων της, όπως το απαιτεί το νέο της αξίωμα, ντυμένη με ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα. Χορευτές και ακροβάτες προσφέρουν ένα συναρπαστικό θέαμα. Ο αρχιερέας του Βαάλ πείθει την Αβιγαία να καταδικάσει όλους τους Εβραίους, ακόμα και τη Φενίννα, σε θάνατο. Κι αυτό είναι κάτι που το θέλει περισσότερο από οτιδήποτε!
Ο Ναβουχοδονόσωρ εμφανίζεται με ένα απέριττο και χωρίς στολίδια ένδυμα. Είναι «μεταμορφωμένος» τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Βρίσκεται ακόμα σε πνευματική σύγχυση. Δεν αναγνωρίζει την Αβιγαία. Στην οργισμένη του ερώτηση, τι δουλειά έχει στο θρόνο του, εκείνη του απαντά ότι τον προστατεύει εξαιτίας της ασθένειάς του. Όταν η Αβιγαία ισχυρίζεται ότι ο λαός της Βαβυλώνας απαιτεί τη θανάτωση των Εβραίων, ο Ναβουχοδονόσωρ επισφραγίζει την απόφαση και υπογράφει με τη βασιλική βούλα, που δεν την έχει ακόμα η Αβιγαία στην κατοχή της. Σε μια στιγμή διαύγειας, ο Ναβουχοδονόσωρ αντιλαμβάνεται, πολύ αργά ωστόσο, ότι επικύρωσε και τη θανατική καταδίκη της κόρης του. Στην απελπισία του, παίζει το τελευταίο του χαρτί: απειλεί να αποκαλύψει την ταπεινή καταγωγή της Αβιγαίας. Τότε αυτή του δείχνει θριαμβολογώντας το ενοχοποιητικό έγγραφο και το σχίζει μπροστά του. Όλη η σκηνή εξελίσσεται σε μια ψυχολογική μονομαχία μεταξύ μιας δυνατής, αδίστακτης, κυνικής γυναίκας και ενός ψυχικά άρρωστου γέρου ανθρώπου. Νικημένος τραγουδά: «Oh di qualonta aggravasi» (Ποια ντροπή βαραίνει).[8] Στη συνέχεια η Αβιγαία διατάζει να τον φυλακίσουν.
Στις όχθες του Ευφράτη οι Εβραίοι θρηνούν για τη σκλαβιά τους με το γνωστότερο χορωδιακό κομμάτι στην ιστορία της όπερας: «Va, pensiero, sullali dorate!» (Πέτα σκέψη, πάνω σε χρυσά φτερά).[9] Ο Ζαχαρίας, γεμάτος δύναμη και με στόμφο, τους παρηγορεί και προφητεύει την καταστροφή της Βαβυλώνας. Τους προτρέπει να μην καίνε και να μη φοβούνται σαν δειλές γυναίκες μπροστά στο Θεό.

Δ’ Πράξη (Η σωτηρία των Εβραίων)
Ο Ναβουχοδονόσωρ βρίσκεται κρατούμενος στο παλάτι της Βαβυλώνας, κάτι που διαφαίνεται από την υπερυψωμένη ράμπα στην οποία στέκεται. Μέσα στο ταραγμένο του μυαλό προσπαθεί μάταια να βρει το δρόμο για την πραγματικότητα: «Son pur queste mie membra!» (Μα αυτά είναι τα μέλη μου!).[10]
Όμως, όταν ακούει τις στρατιωτικές τρομπέτες, ξυπνάει μέσα του ο παλιός πολεμιστής. Πού είναι τα στρατεύματά του; Ακούγεται ένα πένθιμο εμβατήριο και ο βασιλιάς βλέπει από τη θέση του ότι οδηγούν τη Φενίννα αλυσοδεμένη στη  ικρίωμα, όπου και θα θανατωθεί. Ο Ναβουχοδονόσωρ βλέπει τη Φενίννα να κλαίει. Έτσι, μέσα στην απόγνωσή του προσεύχεται στον Γιαχβέ: «Dio di Giuda!» (Θεέ της Ιουδαίας!).[11] Συνέρχεται από την παραφροσύνη του. Ο Αμπντάλ και οι τελευταίοι αφοσιωμένοι στον βασιλιά τον ελευθερώνουν και μαζί προσπαθούν να σώσουν την κόρη του: «O prodi miei, seguitemi» (Πιστοί μου, ακολουθήστε με).[12]
Αντικρίζοντας το βωμό του Βαάλ, που θα γίνει το ικρίωμά της, η Φενίννα είναι έτοιμη να πεθάνει. Στρέφεται προς τον Γιαχβέ: «Oh, dischiuso è il firmamento!» (Άνοιξε το στερέωμα!). Τη στιγμή που όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεσή της, εμφανίζεται ο Ναβουχοδονόσωρ στη σκηνή. Με βροντερή φωνή διατάζει τους αφοσιωμένους στρατιώτες του να καταστρέψουν το είδωλο. Ξαφνικά σκοτεινιάζει και το είδωλο διαλύεται από έναν κεραυνό. Ο Γιαχβέ παρενέβη για άλλη μια φορά για να σώσει τα παιδιά του!
Ο Ισμαήλ παίρνει την αγαπημένη του στην αγκαλιά του, η χορωδία τραγουδά σε αργό ρυθμό: «Θείο θαύμα!». Ο Ναβουχοδονόσωρ χαρίζει στους Εβραίους την ελευθερία τους και υπόσχεται να ξαναχτίσει τον κατεστραμμένο ναό δοξάζοντας τον Γιαχβέ. Όλοι μαζί τραγουδούν: «Immenso Jehova!» (Εξαίσιε Γιαχβέ!).[13]
Με συνοδεία μια μελαγχολική μελωδία στο όμποε, φέρνουν την Αβιγαία. «Η δύστυχη», ψιθυρίζει η χορωδία. Η εμφάνισή της δεν είναι πλέον χρυσοποίκιλτη. Στις τελευταίες στιγμές της και ταλαιπωρημένη η ίδια πια από την τρέλα, τραγουδά με τη συνοδεία του βιολοντσέλου: «Su memorente esanime» (Πεθαίνοντας χωρίς πνοή) και ζητάει από την αδελφή της συγχώρεση. «Ποιος θα με απελευθερώσει από το βάρος του εγκλήματός μου;» ρωτάει βασανισμένη και βρίσκει την απάντηση στην προσευχή προς τον Θεό των Εβραίων. Η συνοδεία των πνευστών προαναγγέλλει ότι θα βρει τη λύτρωση.
Ο Ζαχαρίας επιβλητικά απευθύνει στον προσηλυτισμένο Ναβουχοδονόσωρ τα τελευταία λόγια: «Ως υπηρέτης του Γιαχβέ να είσαι ο βασιλιάς των βασιλέων!» Η σκλαβιά για τους Εβραίους τελειώνει και ο Ναβουχοδονόσωρ από βασιλιάς των Βαβυλωνίων μετατρέπεται σε βασιλιά των βασιλέων.


[1] Η εισαγωγή (ουβερτούρα) αρχίζει με τα τρομπόνια που προϊδεάζουν τον ακροατή για τα δραματικά γεγονότα που ακολουθούν. Τα πιτσικάτι των εγχόρδων και η μελωδική γραμμή των πνευστών δίνουν έναν ελπιδοφόρο χαρακτήρα στο μοτίβο του χορωδιακού των αιχμαλώτων. Αμέσως μετά ακούγεται ρυθμός παρέλασης. Στην ορχηστρική συνοδεία της όπερας ο Βέρντι εισάγει πάντα δυνατά εφέ, όπως ξέφρενο ρυθμό και πολύ γρήγορο τέμπο. Επίσης, σε όλη την όπερα ακούγονται απότομες αντιθέσεις στη δυναμική, τόσο από τα τύμπανα της ορχήστρας, όσο και από τα πνευστά με οξύτατες παρεμβολές.
[2] Η χορωδία ξεκινά την όπερα με αυτό το χορωδιακό. Εδώ δεν πρόκειται για μεμονωμένα πεπρωμένα, αλλά για τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού. Οι Ισραηλίτες τραγουδούν τη φρίκη τους.
[3] Η μεταμόρφωση του Ναβουχοδονόσωρ από δεσποτικό άρχοντα σε πιστό αποδίδεται και μουσικά. Στην Α’ Πράξη προκαλεί τρόμο σε μια διαφοροποιημένη σύνθετη σκηνή: Ο Ναβουχοδονόσωρ απειλεί, η Αβιγαία βλαστημά, ο Ζαχαρίας παραμένει ατάραχος, ο Ισμαήλ και η Φενίννα εκλιπαρούν.
[4] Η άρια της Αβιγαίας αρχικά ρέει ήρεμα, αποφεύγοντας τις εξάρσεις. Από τη μέση της άριας, όμως, η μελωδία φτάνει σταδιακά σε ακραία τονικά ύψη και αποκτά άλματα με μεγάλες αποστάσεις διαστημάτων αναδεικνύοντας το συναίσθημα, χωρίς να ανακόπτεται η ροή.
[5] Με μια σύντομη μελωδία, που χαρακτηρίζεται από απότομες παύσεις, οι λευίτες καταριούνται τον Ισμαήλ. Δρουν ομόφωνα, γι’ αυτό και τραγουδούν σε ταυτοφωνία ή με διαφορά μιας οκτάβας.
[6] Ο Ναβουχοδονόσωρ ερμηνεύει αρχικά μόνος και απειλεί συγκρατημένα. Σιγά-σιγά όμως προστίθενται κι άλλες φωνές. Η συλλογική σκηνή κερδίζει σε δυναμισμό από ένα καλλιτεχνικό εύρημα: κάθε ερμηνευτής, που προστίθεται, τραγουδά από την αρχή την άρια, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακό κανόνα.
[7] Κάτω από τους δυνατούς τόνους των χάλκινων πνευστών ο Ναβουχοδονόσωρ αυτοανακηρύσσεται θεός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ακουστούν ορχηστρικοί κεραυνοί και μια σειρά από γρήγορα κατιόντα τρίηχα σε χρωματική κίνηση: οι αστραπές του Γιαχβέ, του Θεού των Εβραίων.
[8] Η Αβιγαία προκαλεί τον πνευματικά συγχυσμένο Ναβουχοδονόσωρ: η φωνή της ακροβατεί χρωματικά κι αυτό φανερώνει την υπεροχή της. Ο βασιλιάς το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επαναλαμβάνει κλαίγοντας για τον πόνο και την αθλιότητά του: «Ποια ντροπή βαραίνει...».
[9] Η χορωδία των αιχμαλώτων είναι ο ανεπίσημος εθνικός ύμνος της Ιταλίας: μια αέρινη μελωδία σε ύφος λαϊκής μουσικής με εκλεπτυσμένη διαστηματική ακολουθία. Η χορωδία τραγουδά με χαμηλωμένη φωνή (sotto voce) σε ταυτοφωνία.
[10] Στο ταραγμένο μυαλό του ακούγονται «θραύσματα αναμνήσεων». Στην τονικότητα της σι ελάσσονα, ο Βέρντι προσθέτει επεισόδια στην απομακρυσμένη τονικότητα της ρε: τόσο πολύ έχει απομακρυνθεί και ο βασιλιάς από την πραγματικότητα.
[11] Ο Ναβουχοδονόσωρ προσεύχεται με την απλή αυτή άρια. Με τη συνοδεία ενός βιολοντσέλου και ενός φλάουτου με τη χάρη μιας αγγελικής φωνής, θα υπαινιχθεί ότι η προσευχή του Ναβουχοδονόσωρ θα εισακουστεί.
[12] Ο Ναβουχοδονόσωρ με ρωμαλέο ρυθμό και χωρίς να απομακρύνεται η μελωδία από την αρχική της τονικότητα συνειδητοποιεί ότι έχει ανακτήσει τις δυνάμεις του.
[13] Στο τέλος η χορωδία τραγουδά χωρίς μουσικά (a capella). Όλοι οι σολίστες απευθύνονται στον Γιαχβέ. Ξεχωρίζουν κάποιες μελωδικές γραμμές που διαφοροποιούνται από τον χορωδιακό κορμό, το αποτέλεσμα όμως είναι η εικόνα της ενότητας των πιστών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου