11/12/10

Όπερα Μπαρόκ


Το είδος της όπερας που συνηθίζουμε να αποκαλούμε μπαρόκ γεννιέται το 1600, στο μεταίχμιο του 16ου προς τον 17ο αιώνα, συνεχίζει όμως να ακμάζει σε όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα και μέχρι τα μισά του 18ου. Πολύ γρήγορα, υπάγεται σε ένα σύνολο κανόνων που θα καθορίσουν τη δομή και τη μετέπειτα εξέλιξή της. Όμως, όταν αναφερόμαστε στην όπερα της εποχής εκείνης, θα πρέπει να τη διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την opera seria (σοβαρή όπερα) και την opera buffa (κωμική όπερα). Η πρώτη, αριστοκρατικό κυρίως είδος, γεννιέται στη Ρώμη των αρχών του 17ου αιώνα. Τα λιμπρέτα της opera seria αντλούν το υλικό τους κυρίως από τη μυθολογία και την αρχαία ιστορία και υιοθετούν σχεδόν πάντα ηθικοπλαστική οπτική. Τα δράματα όμως που εμπνέονται από τις Ιερές Γραφές κατατάσσονται στα «ορατόρια» ή τα «πάθη» (όπως τα έργα του Johann Sebastian Bach, Heinrich Schütz, Georg Philipp Telemann) και δεν παρουσιάζονταν σε σκηνές θεάτρου αλλά σε εκκλησίες. Αν και πολλές φορές γράφονταν σε ύφος που μπορεί να χαρακτηριστεί λυρικό, αυτά τα εκκλησιαστικά έργα δεν ανήκουν στο είδος της όπερας.
Αν και οι πρώτες όπερες βασίζονται σε ποιήματα που προϋπήρχαν, όπως αυτά του Tasso και του Ariosto, γρήγορα προκύπτει η ανάγκη για δημιουργούς «εξειδικευμένους» στη συγγραφή λιμπρέτων προορισμένων να μελοποιηθούν. Οι δυο πιο γνωστοί λιμπρετίστες του 18ου αιώνα είναι ο Apostolo Zeno (1668-1750) και κυρίως ο Pietro Trapassi (1698-1782), γνωστός και ως Metastasio. Τα περίπου 20 λιμπρέτα που έγραψε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Metastasio γέννησαν περισσότερες από 800 όπερες.
Είδος αυστηρά κωδικοποιημένο, η opera seria άνοιγε με ένα μουσικό μέρος, που είχε σκοπό να τραβήξει την προσοχή του κοινού και να σηματοδοτήσει την έναρξη του θεάματος. Η ουβερτούρα «αλά ιταλικά» ήταν ζωηρή και εύθυμη, ενώ η ουβερτούρα «αλά γαλλικά» παιζόταν αργά και με επισημότητα. Διευθυντής ορχήστρας, όπως τον εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε: το ρόλο του υποκαθιστούσε το πρώτο βιολί ή ο ίδιος ο συνθέτης, που διηύθυνε την ορχήστρα από το τσέμπαλο. Το κυρίως σώμα μιας opera seria μοιράζεται κυρίως ανάμεσα στα recitativi (διαλογικά μέρη), που προωθούν τη δράση, και στις άριες, που δίνουν την ευκαιρία στα πρόσωπα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους (τα λεγόμενα affetti). Μέσα σ’ αυτό το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο, δεν υπάρχει θέση για χορωδίες, ντουέτα ή φωνητικά σύνολα. Στη Ρώμη, το recitativo αποκαλείται recitativo secco (ασυνόδευτο): γρήγορο και με λιτή ενορχήστρωση (συνήθως μόνο με συνοδεία τσέμπαλου), δεν έχει άλλο μελωδικό περίγραμμα πλην των φωνητικών ποικιλμάτων του τραγουδιστή. Υπάρχει επίσης το recitativo accompagnato (συνοδευμένο), πιο εκφραστικό, με τα έγχορδα να συνοδεύουν τις φωνές. Οι άριες, που κι αυτές υπόκεινται σε εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες, βρίσκουν την πιο τελειοποιημένη τους εκδοχή στην άρια da capo, που αποτελείται από τρία μέρη.[1]
Αν και όπως είδαμε το μουσικό μέρος είναι εμφανώς κωδικοποιημένο, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τύπων άριας που αντιστοιχούν σε καθένα από τα affetti και σηματοδοτούν τα διαφορετικά στάδια εξέλιξης του δράματος: aria de sortita (πρώτη παρουσίαση ενός προσώπου), άρια καταδίωξης (aria di caccia), άρια παραλληλισμού[2] (aria di comparazione), άρια εσωτερικής σύγκρουσης[3] (aria di contrasto interiore), άρια-νανούρισμα (aria di sonno), πένθιμη άρια (aria di esequie), άρια ζηλοτυπίας ή σαγήνης, κωμική άρια, άρια επίκλησης στα πνεύματα ή τα φαντάσματα, άρια της καταιγίδας (aria di tempesta)[4] ή της εκδίκησης...
Πολλοί Ρωμαίοι συνθέτες έγιναν διάσημοι με έργα opera seria, όπως ο Luigi Rossi (1598-1653), ο Stefano Landi (1587-1639), ο Domenico Mazzocchi (1592-1663) ή ο αδελφός του Virgilio Mazzocchi (1592-1655). Δεν θα πρέπει επίσης να παραλείψουμε τους Βενετσιάνους Tommasso Albinoni (1671-1750) και Antonio Vivaldi (1678-1741). Όσο για τον Vivaldi, που είναι περισσότερο γνωστός σήμερα για τα έργα θρησκευτικής μουσικής που συνέθεσε (Gloria, Stabat Mater και Nisi Dominus) και κυρίως για τα κονσέρτα (La Stravaganza, Il Cimento dellarmonia e dellinvenzione[5]) ή τα άλλα του ορχηστρικά έργα, συνέθεσε και 47 όπερες με εξαιρετικά ποικίλη θεματολογία, όπως τα έργα Tito Manlio (1719), La Verità in cimento (Η δοκιμασία της αρετής, 1720), Farnace (1727), Orlando furioso (Μαινόμενος Ορλάνδος, 1727), La Fida Ninfa (Η πιστή Νύμφη, 1732) και Catone in Utica (Ο Κάτων στην Ουτική, 1737).
Όπως προαναφέραμε, η άλλη όψη της opera seria είναι η opera buffa. Το είδος αυτό γεννιέται στη Βενετία το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, ενώ από το 1670 θριαμβεύει στη Νάπολη. Η opera buffa, που αντλεί τα θέματά της από τη μυθολογία και τα έπη, έχει πολύ συχνά την τάση να εισάγει συναισθηματικές ή μπουρλέσκο σκηνές στη ροή της πλοκής, αναδεικνύοντας πάνω στη σκηνή λαϊκούς και σύγχρονους χαρακτήρες που συνήθως προέρχονται από την commedia dellarte, όπως ο γεροξεκούτης, η ερωτευμένη νέα, η πονηρή σουμπρέτα ή ο ελαφρώς αφελής υπηρέτης.
Ενώ αρχικά το είδος χρησιμεύει ως intermezzo ανάμεσα σε δύο πράξεις ενός «σοβαρού» έργου μεγάλου βεληνεκούς (θεατρικό ή όπερα), σταδιακά αποκτά την αυτονομία του χάρη στην πένα συνθετών όπως ο Francesco Cavalli (1602-1676), ο Pietro Antonio Cesti (1623-1669) και, αργότερα, ο Baldassare Galuppi (1706-1785). Καθώς ο αριθμός των χαρακτήρων αυτών αυξάνεται, η opera buffa καταλήγει να αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος. Κατακτά τις περγαμηνές της με τον Giovanni Battista Pergolesi (1710-1733) και το έργο του La Serva padrona (Η Υπηρέτρια Κυρά, 1733), τον Nicola Porpora (1686-1768), τον Leonardo Leo (1694-1744), εκπροσώπους της ναπολιτάνικης σχολής. Σε αντίθεση με την opera seria, η opera buffa κάνει συχνά χρήση φωνητικών συνόλων (όπως ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα) καθώς και χορωδιών, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν συνήθως ψιλές φωνές. Με τον τρόπο αυτόν έρχονται στο προσκήνιο οι πριμαντόνες και οι καστράτι. Το μέγεθος των αιθουσών αλλά και οι απαιτήσεις του canto fiorito (διανθισμένο τραγούδι) επιβάλλουν μια μεταρρύθμιση στη φωνητική τέχνη, βασισμένη στις αρχές της ναπολιτάνικης σχολής. Μέσα από τη διαδικασία αυτή γεννιέται ο ερμηνευτής της όπερας, που διαφέρει κατά πολύ από τον ψάλτη της εκκλησίας ή τον ερμηνευτή των σαλονιών. Στο θεατρικό σανίδι εμφανίζονται οι πρώτες ερμηνεύτριες (ιδίως οι υψίφωνοι), αφού παραδοσιακά ήταν αποκλεισμένες από τις θρησκευτικές λειτουργίες όπου τις υποκαθιστούν καστράτι ή, όπως τους αποκαλούσαν στην Ιταλία, eviràti. Ας θυμηθούμε ορισμένες από τις πρώτες ντίβες της εποχής: Vittoria Archilei, Francesca Caccini, Adriana Basile και η κόρη της, Laura Baroni.
Ωστόσο, οι δύο μεγαλύτερες πριμαντόνες της περιόδου μπαρόκ ήταν η Francesca Cuzzoni και η Βενετσιάνα Faustina Bordoni, σύζυγος του Γερμανού συνθέτη Johann Adolph Hasse. Τραγούδησαν σε όλη την Ευρώπη, δέχτηκαν τιμές και ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για την τέχνη τους. Όσο για τους καστράτι, η Εκκλησία παραδέχεται την ύπαρξή τους μέχρι και το 1922, χρονιά κατά την οποία πέθανε ο τελευταίος από αυτούς, ο Alessandro Moreschi, αφήνοντας δισκογραφικά τεκμήρια. Οι καστράτι ερμήνευαν ρόλους όπερας που είχαν γραφτεί ειδικά γι’ αυτούς. Ο πιο διάσημος απ’ όλους υπήρξε αναμφίβολα ο Carlo Broschi (1705-1782), γνωστός και ως Farinelli: προσκαλεσμένος της ισπανικής Αυλής, λέγεται ότι με το τραγούδι του ηρεμούσε τις κρίσεις επιληψίας του Φιλίππου Ε’ και του Φερδινάνδου ΣΤ’.
Στα τέλη του 17ου αιώνα η Νάπολη ανέλαβε τα ηνία της παραγωγής όπερας, εκθρονίζοντας τη Βενετία. Τα θέματα που αναπτύσσουν οι Ναπολιτάνοι συνθέτες είναι έντονα χρωματισμένα από το στοιχείο της υπερβολής και τις απολαύσεις της ναπολιτάνικης ζωής. Μεταξύ των μεγάλων δασκάλων της ναπολιτάνικης σχολής συμπεριλαμβάνονται οι Pergolesi, Porpora και Leo, Francesco Provenzale (1627-1704) και κυρίως ο Alessandro Scarlatti (1660-1725), που συνέθεσε 115 έργα όπερας, από τα οποία μόνο 36 έχουν διασωθεί. Γεννημένος στο Παλέρμο, ο Alessandro Scarlatti ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των μουσικών του σπουδών στη Ρώμη, όπου και έγινε αρχιμουσικός του Παρεκκλησίου του ναού San Giacomo degli Incurabili το 1678. Βρέθηκε στη Νάπολη ως μέλος της ακολουθίας του μαρκήσιου del Carpio, αντιβασιλέα της Νάπολης, και ανέλαβε τη διοίκηση του θεάτρου San Bartolomeo. Ξεκίνησε επίσης τη σύνθεση μιας μεγάλης σειράς έργων όπερας με ηρωικό χαρακτήρα (32 συνολικά), τα οποία ολοκληρώθηκαν μεταξύ 1684 και 1702. Από τις όπερες του Scarlatti που έφτασαν σε μας αξίζει να σημειώσουμε το Mitridate Eupatore (Μιθριδάτης Ευπάτωρ), έργο γραμμένο στη Βενετία το 1707, και το La Griselda (Γκριζέλντα), που γράφτηκε με σκοπό να παρουσιαστεί στο καρναβάλι της Ρώμης, το 1721.
Με το πέρασμα του χρόνου η opera buffa άσκησε βαθιά επιρροή στην opera seria, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου είδους. Πρόκειται για τη λεγόμενη opera semiseria (ημι-σοβαρή όπερα) ή drama giocoso (παιγνιώδες δράμα). Η αριστουργηματική όπερα Don Giovanni, που συνέθεσε ο Mozart το 1787, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα drama giocoso.
Επιστρέφοντας στην όπερα μπαρόκ, βλέπουμε ότι τα χαρακτηριστικά της είναι επιβλητικές σκηνοθεσίες με καταποντισμούς, μάχες και θαύματα παντός είδους, Η μυθολογική πλοκή παρείχε ποικιλία σκηνογραφικών δυνατοτήτων, με όλο και πιο συχνή χρήση τεχνασμάτων που αναπαριστούσαν πυρκαγιές, ηφαιστειακές εκρήξεις, θύελλες, ναυμαχίες, εμφάνιση θεοτήτων, μαγεμένες σπηλιές και παραδεισένιους κήπους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η αισθητική εντοπιζόταν παράλληλα σε όλους τους τομείς της τέχνης: στο σχεδιασμό κήπων, με τις περίτεχνες υδάτινες δημιουργίες και τις σπηλιές τους, στην αρχιτεκτονική, είτε επρόκειτο για μόνιμα κτίσματα (προσόψεις εκκλησιών και παλατιών) είτε για «εφήμερα», όπως αυτά που ανεγείρονταν με την ευκαιρία των εορτασμών και των επίσημων περιστάσεων (στέψεις, στρατιωτικές νίκες) και στόλιζαν τους δρόμους και τις πλατείες με αψίδες και αγάλματα από πεπιεσμένο χαρτόνι ή ξύλο, για να κατεδαφιστούν την επόμενη της γιορτής. Στις γιορτές αυτές λάμβαναν χώρα παραστάσεις στο ύπαιθρο όπου χρησιμοποιούνταν, σαν ντεκόρ, όπως και στην όπερα, αλέες, παρτέρια, μικρές λίμνες, γούρνες και κήποι παλατιών. Το πάρκο Retiro στη Μαδρίτη και τα κανάλια του Aranjuez αποτελούν λαμπρά παραδείγματα παρόμοιων σκηνογραφικών δημιουργιών.
Η άνθηση της όπερας έκανε αισθητή την ανάγκη για ανανέωση των θεατρικών τεχνικών και επινόηση νέων χώρων όπου θα παίζονταν τα έργα. Άρχισαν λοιπόν να κατασκευάζονται ειδικά θέατρα, εμπνευσμένα από αυτά που υπήρχαν στις βασιλικές αυλές. Βασικά πρότυπα υπήρξαν το θέατρο των Βερσαλλιών, το Teatro Olimpico της Βιτσέντσα (εξαιρετικό έργο του Andrea Palladio), το θέατρο Cuvilliés στα ανάκτορα του Μονάχου, το θέατρο του Μπαϊρόιτ σχεδιασμένο από τον Galli Bibiena, που σχεδίασε και την αίθουσα του Teatro Accademico της Μάντοβα (το σημερινό Teatro Bibiena) και ανακαίνισε το θέατρο Pilotta στην Πάρμα. Αυτά τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά έργα έδωσαν τον τόνο για τα εμπορικά θέατρα που χτίστηκαν αργότερα και ήταν ανοιχτά στο ευρύ κοινό, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέατρο La Fenice στη Βενετία. Μεταξύ των πιο μεγάλων σε διαστάσεις κτιρίων αξίζει να σημειώσουμε το θέατρο Drottningholm  στη Σουηδία, που σχεδίασε ο Carl Fredrik Adelcrantz και το Teatro Nacional de Sāo Carlos στη Λισαβόνα, έργο του José de Costa e Silva, του οποίου η κατασκευή ολοκληρώθηκε τον 18ο αιώνα. Ζωγράφοι, διακοσμητές, αρχιτέκτονες κι εφευρέτες ταξίδευαν από τη μια ευρωπαϊκή πόλη στην άλλη μεταφέροντας την τεχνογνωσία τους, γεγονός που εξηγεί την εξάπλωση της αισθητικής του μπαρόκ. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τη μουσική: η ακτινοβολία της βενετσιάνικης όπερας προκάλεσε τη μετανάστευση Ιταλών συνθετών προς όλες τις αυλές της Ευρώπης.


[1] Το τρίτο μέρος είναι μια επανάληψη του πρώτου μέρους, διανθισμένου και ανεπτυγμένου ανάλογα με την έμπνευση του ερμηνευτή, ο οποίος αυτοσχεδιάζει.
[2] Παραλληλισμός της συναισθηματικής, κοινωνικής κλπ. κατάστασης του ήρωα με τα φυσικά φαινόμενα.
[3] Μέσω της οποίας ο ήρωας ή η ηρωίδα εκφράζει αντιφατικά συναισθήματα.
[4] Παραλληλισμός της ψυχικής κατάστασης του ήρωα με την καταιγίδα.
[5] Από όπου προέρχονται La Quatro Stagioni (Οι τέσσερις εποχές).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου