10/12/10

«La Traviata» του Giuseppe Verdi

Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ
Η όπερα Λα Τραβιάτα διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα στο Παρίσι και εξιστορεί τον έρωτα της Βιολέτας, μιας ευκατάστατης κυρίας που αγαπά τις χαρές της ζωής, και του Αλφρέντο, ενός νεαρού άνδρα ευγενικής καταγωγής. Η γεμάτη αγάπη θυσία της Βιολέτας τελικά όμως προκαλεί τον επώδυνο χωρισμό τους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Πρελούδιο ξεκινά μελαγχολικά με το μουσικό θέμα του θανάτου της Βιολέτας, το οποίο αποδίδουν τα βιολιά σε πολύ ψηλές νότες. Το ίδιο θέμα θα ακουστεί πολλές φορές και στην Γ’ Πράξη, στην οποία η Βιολέτα πεθαίνει. Στη συνέχεια, ακολουθεί ένα χορευτικό και ρυθμικό μέρος. Έτσι παρουσιάζονται αμέσως οι δύο πόλοι της ιστορίας: η χαρά της ζωής και ο θάνατος.

Α’ ΠΡΑΞΗ
Οκτώβριος-Στο σπίτι της Βιολέτας, στο Παρίσι

Η όμορφη Βιολέτα Βαλερύ, εταίρα πολυτελείας, διοργανώνει μια λαμπρή γιορτή στα σαλόνια της παρισινής της κατοικίας. Η οικοδέσποινα παροτρύνει τους καλεσμένους της να διασκεδάσουν. Ανάμεσά τους βρίσκονται η Φλώρα Μπερβουά, ο Μαρκήσιος ντε Ομπινύ και ο υποκόμης Γκαστόνε ντε Λετοριέρ, ο οποίος συστήνει τον νεαρό Αλφρέντο Ζερμόν στη Βιολέτα. Κατάγεται από την επαρχία και σπουδάζει στο Παρίσι. Ο Γκαστόνε ενημερώνει τη Βιολέτα ότι ο Αλφρέντο είναι ένας από τους πιο ένθερμους θαυμαστές της και ότι ενημερωνόταν τακτικά για την κατάσταση της υγείας της, όσο αυτή ήταν άρρωστη. Ο Αλφρέντο το επιβεβαιώνει, όμως η στάση του αυτή ενοχλεί ιδιαίτερα έναν από τους καλεσμένους, τον βαρόνο Ντουφόλ, προστάτη της Βιολέτας. Τη στιγμή της πρόποσης, ο Γκαστόνε ζητά από το βαρόνο να τραγουδήσει, αυτός όμως αρνείται. Έπειτα από προτροπή της Βιολέτας και όλων των παρευρισκομένων, ο Αλφρέντο κάνει μια πρόποση που τους ξεσηκώνει όλους: «Libiamo nelieti calici» (Ας πιούμε από την κούπα της χαράς).[1] Η Βιολέτα παρασύρεται από το κέφι και συμμετέχει στο τραγούδι. Ο Βαρόνος Ντουφόλ, φανερά δυσαρεστημένος παρατηρεί ότι η Βιολέτα βρίσκει τον νεαρό γοητευτικό. Ύστερα από λίγο, την ώρα που όλοι γλεντούν, η Βιολέτα καταβάλλεται από ένα αίσθημα αδυναμίας, εξαιτίας της ασθένειάς της, χλομιάζει και αναγκάζεται να ξεκουραστεί λίγο, ενώ οι καλεσμένοι της προχωρούν προς τη σάλα του χορού.
Ο Αλφρέντο εκμεταλλεύεται την περίσταση για να βρεθεί μόνος με τη Βιολέτα και να της δείξει το ενδιαφέρον του. Ενώ εκείνη προσπαθεί να κρύψει την αδιαθεσία της, εκείνος της εξομολογείται ότι την αγαπά εδώ και ένα χρόνο (ντουέτο: Un di felice - Ήταν μια πανευτυχής...).[2] Η Βιολέτα, φανερά συγκινημένη από τα ειλικρινή συναισθήματα του Αλφρέντο, του ζητά να φύγει μακριά της και να την ξεχάσει. Θα ήταν καλύτερο να παραμείνουν απλώς δυο φίλοι. Παρόλα αυτά, του χαρίζει μια καμέλια και τον προτρέπει να ξανάρθει μόλις μαραθεί το λουλούδι. Ο νέος ξέρει τι σημαίνει αυτό: αύριο θα την επισκεφτεί.
Οι προσκεκλημένοι επιστρέφουν δίπλα στην οικοδέσποινα και της κρατούν συντροφιά. Αφού έχουν αποχωρήσει οι καλεσμένοι, η Βιολέτα αναλογίζεται τα γεγονότα της βραδιάς και την ερωτική εξομολόγηση του Αλφρέντο. Η τελευταία σκηνή της Α’ Πράξης αντανακλά τα συναισθήματά της. Η Βιολέτα ξεκινά με το «È strano!» (Είναι περίεργο!).[3] Μολονότι ποθεί την ευτυχία μιας αγνής αγάπης και έχει εντυπωσιαστεί από την παθιασμένη αφοσίωση του Αλφρέντο, παράλληλα είναι πολύ επιφυλακτική απέναντι στον πραγματικό έρωτα και τις συνέπειες που μπορεί να έχει και αναγνωρίζει τη ματαιότητα των πραγμάτων: «Follie! Delirio vano è questo» (Ανοησίες! Είναι σκέτη τρέλα).[4] Θυμάται όταν, μικρή ακόμα, ονειρευόταν την ευτυχία και τον έρωτα, όμως τελικά αποδιώχνει τις σκέψεις αυτές και δηλώνει τη λαχτάρα της για μια ελεύθερη ζωή, ώστε να μπορεί να γεύεται όλες τις ηδονές. Διαβεβαιώνει τον εαυτό της ότι εξακολουθεί να είναι προορισμένη για μια ζωή διασκέδασης και χαράς: «Πάντα ελεύθερη να περιφέρομαι από ηδονή σε ηδονή». Όταν αποσύρεται, έχοντας πάρει τις αποφάσεις της, την περιμένει στην πόρτα του σαλονιού ο Βαρόνος Ντουφόλ.

Β’ ΠΡΑΞΗ, ΤΑΜΠΛΟ α’
Ιανουάριος - Στο εξοχικό, κοντά στο Παρίσι

Η Βιολέτα και ο Αλφρέντο ζουν το ειδύλλιό τους στο εξοχικό της Βιολέτας κοντά στο Παρίσι και μοιάζουν ευτυχισμένοι. Ο Αλφρέντο απολαμβάνει τη συμβίωση με την αγαπημένη του: «Lunge da lei per me non vha diletto» (Μακριά της δεν υπάρχει για μένα χαρά).[5] Η σχέση αυτή τον έχει κάνει άλλον άνθρωπο. Ωστόσο πληροφορείται από την υπηρέτρια Αννίνα ότι η Βιολέτα για να καλύψει τα έξοδα της συμβίωσής τους, έχει αναγκαστεί να πουλήσει τα υπάρχοντά της, ξεκινώντας από την άμαξα και τα άλογα. Με πληγωμένο εγωισμό, ο Αλφρέντο αποφασίζει να ταξιδέψει στο Παρίσι για να πάρει δάνειο και να ξεπληρώσει τα χρέη.
Στη διάρκεια της απουσίας του, η Βιολέτα δέχεται πρόσκληση για μια γιορτή που διοργανώνει η φίλη της Φλώρα το ίδιο βράδυ, όμως εκείνη δεν θέλει καθόλου να παραστεί. Περιμένει την επίσκεψη ενός πλούσιου εμπόρου, ο οποίος τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ο Τζόρτζιο Ζερμόν, πατέρας του Αλφρέντο. Ζητά από τη Βιολέτα να διακόψει τις σχέσεις της με τον Αλφρέντο. Η Βιολέτα του απαντά με αξιοπρέπεια και του αποδεικνύει με ένα έγγραφο στον Ζερμόν ότι με τον Αλφρέντο ζούσαν αποκλειστικά έως τώρα με τα δικά της χρήματα και ότι είναι έτοιμη, από έρωτα για τον Αλφρέντο, να θυσιάσει όλη της την περιουσία. Αυτή η απόδειξη αγάπης εντυπωσιάζει τον πατέρα Ζερμόν, που ωστόσο της ζητά να αφήσει τον Αλφρέντο ελεύθερο, για το καλό της οικογένειάς του: ο επικείμενος γάμος της κόρης του θα στιγματιστεί ανεπανόρθωτα, αν ο Αλφρέντο δεν θέσει τέρμα σ’ αυτή τη σκανδαλώδη σχέση (Pura siccome un angelo - Ο Θεός μού χάρισε μια κόρη αγνή σαν άγγελο).[6] Με συγκινητικά λόγια και επιχειρήματα παρακαλεί τη Βιολέτα να θυσιάσει την αγάπη της (Un dì, quando le veneri - Μια μέρα, όταν η αγάπη ξεθωριάσει με τον καιρό).
Εκείνη δέχεται να αποχωριστεί τον Αλφρέντο για κάποιο καιρό, όμως ο Ζερμόν είναι ανένδοτος: μόνο ένας οριστικός χωρισμός θα μπορούσε να επαναφέρει τη γαλήνη στην οικογένειά του. Η Βιολέτα αναγκάζεται με πόνο ψυχής να υποσχεθεί ότι δέχεται να θυσιάσει την αγάπη της και θα απαρνηθεί τον Αλφρέντο και του εκμυστηρεύεται ότι πάσχει από φυματίωση και ότι θα πεθάνει σύντομα. Του ζητά, ως αντάλλαγμα για τη θυσία της, να της υποσχεθεί ότι η αλήθεια θα αποκαλυφθεί στον Αλφρέντο μετά το θάνατό της. Ο Ζερμόν αναγνωρίζει τη γενναιοψυχία της και την ευχαριστεί. Τρέφοντας αμοιβαίο σεβασμό και φορτισμένοι συναισθηματικά, αποχαιρετίζονται.
Μόλις φεύγει ο Ζερμόν, η Βιολέτα δίνει στην Αννίνα μια επιστολή για τον βαρόνο Ντουφόλ, με την οποία του γνωστοποιεί ότι θα παραστεί στη γιορτή της Φλώρας, και στη συνέχεια αρχίζει να γράφει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στον Αλφρέντο. Όμως εκείνος έχει ήδη επιστρέψει από το Παρίσι. Ανησυχεί επειδή ο πατέρας του δεν θα αργήσει να καταφθάσει. Φανερά αναστατωμένη η Βιολέτα τον αγκαλιάζει για μια στιγμή με λαχτάρα τον φιλάει, του ζητάει να την αγαπάει όσο τον αγαπάει και αυτή και ύστερα φεύγει. Ο Αλφρέντο ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον πατέρα του, όταν ένας αγγελιοφόρος του παραδίδει το γράμμα της Βιολέτας. Όταν αρχίζει να διαβάζει το γράμμα της, στο οποίο του ανακοινώνει ότι τον εγκαταλείπει, νιώθει την καρδιά του να συντρίβεται. Ο πατέρας του τον πλησιάζει και προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Τον διαβεβαιώνει ότι ο μόνος τρόπος για να ξεχάσει την περιπέτεια αυτή θα ήταν να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, την Προβηγκία. Ο Αλφρέντο, όμως, δεν τον ακούει και η πρόταση αυτή δεν του προσφέρει καμιά παρηγοριά (Di Provenza il mar - Ποιος ξερίζωσε τη θάλασσα και τη ξηρά της Προβηγκίας από την καρδιά σου;). Το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να εκδικηθεί για την προσβολή που έχει δεχτεί. Και μόλις βρίσκει πάνω στο τραπέζι της Βιολέτας την πρόσκληση της Φλώρας, ξεκινά για το Παρίσι.

Β’ ΠΡΑΞΗ, ΤΑΜΠΛΟ β’
Ιανουάριος - Στο σπίτι της Φλώρας στο Παρίσι

Στο μέγαρο της Φλώρας γίνονται οι ετοιμασίες για το χορό των μεταμφιεσμένων. Τα νέα του χωρισμού του Αλφρέντο και της Βιολέτας έχουν διαδοθεί και μάλιστα κυκλοφορεί η φήμη ότι η Βιολέτα θα έρθει στη γιορτή συνοδευόμενη από τον βαρόνο Ντουφόλ. Οι πρώτοι καλεσμένοι καταφθάνουν. Πολλές γυναίκες είναι μεταμφιεσμένες σε τσιγγάνες, ενώ ο Γκαστόνε και άλλοι έχουν μεταμφιεστεί σε Ισπανούς ταυρομάχους. Ο Αλφρέντο έρχεται μόνος. Στην ερώτηση «που είναι η Βιολέτα», απαντά φαινομενικά αδιάφορος: «Δεν γνωρίζω». Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Βιολέτα συνοδευόμενη από τον Βαρόνο Ντουφόλ.
Στο τραπέζι με τα τυχερά παιχνίδια ο Αλφρέντο παίζει χαρτιά και κερδίζει μεγάλα ποσά. Ανακοινώνει, μάλιστα, ότι θα επιστρέψει στο εξοχικό με τις τσέπες γεμάτες χρυσάφι και μαζί με την πρώην αγαπημένη του. ο Ντουφόλ, έξαλλος, παίζει τώρα ο ίδιος ενάντια στον Αλφρέντο. Ο Αλφρέντο συνεχώς τον νικά. Η ένταση ανάμεσα στους δύο άνδρες όλο και μεγαλώνει.
Ενώ οι καλεσμένοι δειπνούν στην τραπεζαρία, η Βιολέτα και ο Αλφρέντο συζητούν μόνοι τους. Η Βιολέτα τον παρακαλεί να φύγει από τη γιορτή, επειδή φοβάται μήπως τον προκαλέσει σε μονομαχία ο Ντουφόλ. Αυτός όμως επιμένει και της ζητά να τον ακολουθήσει. Εκείνη, θέλοντας να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στον Τζιόρτζιο Ζερμόν, αρνείται και απελπισμένη, επικαλείται ένα ψέμα: ότι αγαπά τον βαρόνο Ντουφόλ. Όταν γυρίζουν οι καλεσμένοι από την τραπεζαρία, ο Αλφρέντο, εκτός εαυτού, μπροστά στα μάτια όλων των καλεσμένων λέει φωνάζοντας ότι αυτή η γυναίκα του έδωσε πολλά. Άλλωστε ζούσε από τη δική της περιουσία... Και τώρα επιθυμεί να της τα ξεπληρώσει όλα. Πετάει λοιπόν υποτιμητικά τα χρήματα από τα κέρδη του στα πόδια της, σαν να πλήρωνε μια κοινή πόρνη για τις υπηρεσίες της! Η Βιολέτα καταρρέει. Οι καλεσμένοι έχουν συγκλονιστεί και τον αποδοκιμάζουν έντονα: Ο Αλφρέντο σκότωσε μια ευαίσθητη καρδιά! Πώς μπόρεσε να προσβάλει με τέτοιο τρόπο μια γυναίκα! Ο Ντουφόλ τον προκαλεί σε μονομαχία.
Ο πατέρας του Αλφρέντο φθάνει και πλησιάζει άφωνος από τη συμπεριφορά του γιου του. Είναι ο μόνος που γνωρίζει τα πραγματικά αίτια για τη συμπεριφορά της Βιολέτας, για τον έρωτά της και την ευγένεια της ψυχής της. Απομακρύνει το γιο του από τη γιορτή, αφού πρώτα τον επιπλήττει για την ασυγχώρητη συμπεριφορά του: «Di sprezzo degno» - Περιφρόνηση αξίζει σε αυτόν που χάνει τον αυτοέλεγχό του.[7]

Γ’ ΠΡΑΞΗ
Φεβρουάριος - Στην κρεβατοκάμαρα της Βιολέτας

Η Βιολέτα είναι κατάκοιτη και φανερά καταβεβλημένη από την ασθένεια και την τραγική της μοίρα και η Αννίνα, η υπηρέτριά της, τη φροντίζει και της κρατά συντροφιά. Όταν έρχεται να τη δει ο γιατρός Γκρενβίλ, η Βιολέτα είναι γαλήνια και παραιτημένη. Ο Γκρενβίλ προσπαθεί να της αποκρύψει την αλήθεια, αλλά σε κατ’ ιδίαν συνομιλία με την Αννίνα την πληροφορεί ότι η φυματίωση δεν έχει αφήσει παρά λίγες μόνο ώρες ζωής στην κυρία της. Η Βιολέτα προστάζει την υπηρέτριά της να δώσει όσα χρήματα της απομένουν στους φτωχούς. Όταν μένει μόνη διαβάζει το γράμμα του Τζιόρτζιο Ζερμόν, στο οποίο εκείνος την ευχαριστεί που τίμησε την υπόσχεσή της και την ενημερώνει για την έκβαση της μονομαχίας που τελικά έγινε ανάμεσα στον Αλφρέντο και τον Ντουφόλ: ο βαρόνος τραυματίστηκε και ο Αλφρέντο διέφυγε στο εξωτερικό. Τέλος της γράφει ότι αποκάλυψε στο γιο του τη θυσία της («του φανέρωσα τη θυσία σας») και ότι ο Αλφρέντο δεν θα αργήσει να γυρίσει και να την ικετεύσει να τον συγχωρήσει.
Η Βιολέτα, όμως, συνειδητοποιώντας ότι βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου και ότι δεν έχει καμιά ελπίδα πια, απευθύνει το τελευταίο αντίο: «Addio del passato bei sogni ridenti» (Αντίο, γελαστά όνειρα, περασμένων καιρών).[8] Την ίδια ώρα, ακούγονται από τους δρόμους του Παρισιού φωνές και φασαρία από τη γιορτινή ατμόσφαιρα του Καρναβαλιού και το τραγούδι μιας χορωδίας μασκαράδων. Εκείνη τη στιγμή, η Αννίνα αναγγέλλει στη Βιολέτα ότι έχει έρθει ο Αλφρέντο, ο οποίος της ζητά συγγνώμη και της υπόσχεται αιώνια αγάπη. Η συνάντηση ξυπνά και στους δύο έντονα συναισθήματα κι αρχίζουν να καταστρώνουν τα χιμαιρικά σχέδια ενός λαμπρού μέλλοντος: θα αφήσουν το Παρίσι και θα μείνουν στην εξοχή, για να μπορέσει να ανακάμψει η υγεία της Βιολέτας: ντουέτο «Parigi, o cara» (Το Παρίσι, αγαπημένη).[9]
Ξαφνικά η Βιολέτα κλονίζεται και αποδίδει τη χλομάδα της στην ανέλπιστη χαρά που της έδωσε η επίσκεψη του αγαπημένου της. Ο Αλφρέντο στέλνει την Αννίνα να φέρει τον γιατρό Γκρενβίλ, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σώσει τη Βιολέτα. Ο Τζιόρτζιο Ζερμόν μπαίνει στο δωμάτιο πλημμυρισμένος από τύψεις και έτοιμος να ζητήσει συγγνώμη: «Κράτησα την υπόσχεσή μου και επέστρεψα για να σε σφίξω σαν κόρη μου». Η ετοιμοθάνατη δίνει στον Αλφρέντο ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία της, νιώθει τη δύναμη της ζωής να επανέρχεται στιγμιαία στο σώμα της και ύστερα φωνάζοντας «Oh! Gioia» (Τι χαρά!), ξεψυχά μέσα στην αγκαλιά του Αλφρέντο, περιτριγυρισμένη από τους λίγους ανθρώπους που την αγάπησαν πραγματικά.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Την άνοιξη του 1852, ο Βέρντι, μαζί με την τραγουδίστρια Τζουζεπίνα Στρεπόνι, παρακολούθησε το έργο του Δουμά στο Θέατρο Βοντεβίλ του Παρισιού. Το θέμα του δράματος τον άγγιξε και προσωπικά, γιατί με την Τζουζεπίνα συζούσαν από το 1847 χωρίς να είναι παντρεμένοι. Το ίδιο βράδυ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό για μια όπερα. Στο παρελθόν βέβαια είχε πει, με αφορμή το έργο Μαριόν Ντελόρμ του Βίκτωρ Ουγκώ, ότι δεν επιθυμούσε να ερμηνεύονται ρόλοι ιεροδούλων στη σκηνή, αλλά τώρα ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος: «Θέλω καινούργια, ωραία, μεγάλα, εναλλακτικά, τολμηρά θέματα. Τολμηρά μέχρι το έπακρο, καινούργια στη μορφή». Και ακριβώς αυτό του πρόσφερε το δράμα Η κυρία με τις καμέλιες, το οποίο είχε προσαρμόσει ηια τη σκηνή ο ίδιος ο Δουμάς.

ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ένα ανθρώπινο δράμα εκτυλίσσεται με φόντο τη σύγκρουση ανάμεσα στην αστική τάξη και τον κόσμο του περιθωρίου, ένα άκρως επίκαιρο θέμα την εποχή εκείνη. Η κριτική παρουσίαση της διπλής ηθικής της αστικής τάξης, η οποία εξετάζεται σε αυτό το κοινωνικό δράμα, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Για το λόγο αυτό, η διεύθυνση του Θεάτρου, προκειμένου να αποφορτίσει το κλίμα, επέμεινε στη μεταφορά της πλοκής στο παρελθόν «...γύρω στο 1700...», όπως αναφερόταν στο πρόγραμμα της πρεμιέρας.
Η όπερα Λα Τραβιάτα παρουσιάστηκε στις 6 Μαρτίου του 1853 στο Θέατρο Λα Φενίτσε, στη Βενετία. Το λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε βασίστηκε στο θεατρικό έργο Η κυρία με τις καμέλιες του υιού Αλέξανδρου Δουμά.[10] Η πρεμιέρα ήταν μια παταγώδης αποτυχία, γεγονός που οφειλόταν κατά ένα μέρος στην κοινωνική προσέγγιση του θέματος τη συγκεκριμένη εποχή και ταυτόχρονα στους ερμηνευτές, από τους οποίους μερικοί ήταν εντελώς ακατάλληλοι για τους ρόλους τους. Με τη μουσική του ο Βέρντι δεν περιγράφει μόνο έντονα συναισθήματα, αλλά αιχμαλωτίζει και τον αέρα του Παρισιού του 19ου αιώνα. Μέσα από τους χορούς και τα τραγούδια καθώς και μέσω της ξέγνοιαστης ατμόσφαιρας του καρναβαλιού, παρουσιάζει την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία κινούνται η Βιολέτα και ο κύκλος της. Περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο όχι μόνο τις κυρίες της τάξης των ευγενών, αλλά και τους κυρίους που τις συντηρούν. Σε τέτοιες σχέσεις δεν επενδύονται συναισθήματα, γι’ αυτό και ο έρωτας της Βιολέτας και του Αλφρέντο μοιάζει αρχικά τόσο παράταιρος.
Συνολικά το έργο του Βέρντι, χωρισμένο σε δέκα μέρη, μοιάζει πιο συγκροτημένο από το πρωτότυπο του Δουμά. Είναι πειστικό τόσο σε επίπεδο εξέλιξης της πλοκής, όσο και σε ανάλυση του ψυχολογικού προφίλ των πρωταγωνιστών.

ΡΟΛΟΣ ΓΙΑ ΠΡΙΜΑΝΤΟΝΕΣ
Το ρόλο της Βιολέτας τον ενσάρκωσαν οι σημαντικότερες σοπράνο. Στην πρεμιέρα ερμήνευσε η Φάνι Σαλβίνι-Ντονατέλι. Μια από τις πιο μεγαλειώδεις παραστάσεις ήταν αυτή του 1895 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου: η ντίβα Αντζελίνι Πάτι δεν ερμήνευσε μόνο μαγευτικά, αλλά εντυπωσίασε και με την παρουσία της, καθώς φορούσε ένα κουστούμι το οποίο φημολογείται ότι ήταν κεντημένο με διαμάντια αξίας 200.000 λιρών. Με το ρόλο αυτό συνδέθηκαν επίσης μεγάλα ονόματα του 20ου αιώνα, όπως η Μαρία Κάλλας, η Ρενάτα Σκότο, η Ιλεάνα Κοτρούμπας, η Άντζελα Γκεοργκίου, αλλά και η Άννα Νετρέμπκο, στις αρχές του 21ου αιώνα, στην Όπερα της Βαυαρίας.

ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Το μυθιστόρημα του Δουμά Η κυρία με τις καμέλιες και η όπερα του Βέρντι Λα Τραβιάτα ενέπνευσαν πολλούς δημιουργούς ώστε να αποδώσουν με το δικό τους τρόπο τη μελοδραματική πλοκή στη μεγάλη οθόνη.

Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΜΙΛ
Το 1939 ο Τζορτζ Κούκορ γύρισε την ταινία Καμίλ. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Κυρία με τις καμέλιες, ή αλλιώς Μαργκερίτ Γκοτιέ, το κοινό απόλαυσε την Γκρέτα Γκάρμπο, τη μεγάλη κυρία του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Η «θεά», όπως ονόμαζαν την Γκρέτα Γκάρμπο, συμπρωταγωνιστούσε με τον Ρόμπερτ Τέιλορ (ως Αρμάνδος Ντιβάλ, ο εραστής της).
Για το ρόλο αυτό, η Γκάρμπο προτάθηκε για Όσκαρ, αλλά δεν κατάφερε να το κερδίσει ποτέ. Φυσικά, κι αυτή η ασπρόμαυρη μεταφορά του έργου δεν είναι παρά ένα μελόδραμα, όπως προστάζουν το υλικό και η πλοκή. Ωστόσο, η μυστηριώδης γοητεία, η εκφραστική ερμηνεία και η αψεγάδιαστη ομορφιά της Γκάρμπο προσδίδουν στην ταινία διαχρονική αξία.

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ
Το 1982 ο Φράνκο Τζεφιρέλι γύρισε την όπερα Λα Τραβιάτα, με την Τερέζα Στράτας και τον Πλάθιντο Ντομίνγκο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Τζεφιρέλι είχε ήδη σκηνοθετήσει το αριστούργημα του Βέρντι δύο φορές στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
Το ελκυστικό ζευγάρι των πρωταγωνιστών διαπρέπει με τις λαμπρές φωνές και τις εξαιρετικές ερμηνευτικές ικανότητές του, και έτσι η ταινία στέκεται ισάξια πλάι στις σημαντικότερες μεταφορές αυτής της όπερας. Παίζει η ορχήστρα της Μητροπολιτικής Όπερας υπό τη διεύθυνση του Τζέιμς Λιβάιν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο ρόλος του Τζιόρτζιο Ζερμόν ερμηνεύεται από τον Κορνέλ ΜακΝίλ.


[1] Η πρόποση αυτή του Αλφρέντο ανήκει στα δημοφιλέστερα κομμάτια του Βέρντι. Στο χορευτικό μέτρο των ¾, ο Αλφρέντο τραγουδά για τον έρωτα. Η Βιολέτα τραγουδά και εκείνη, τα λόγια της όμως μιλούν για τη διασκέδαση και τη μέθη. Η ορχήστρα και η χορωδία συνοδεύουν και υποστηρίζουν το τραγούδι τους σ’ έναν παθιασμένο ρυθμό. Το εύθυμο ξεκίνημα της όπερας προαναγγέλλει την πορεία της πλοκής από την ευτυχία στο δράμα.
[2] Ο ρόλος τενόρου του Αλφρέντο τονίζεται κυρίως στα ντουέτα όπως, λόγου χάρη, στο συγκινητικό αυτό διάλογο με τη Βιολέτα. Οι αντιδράσεις της Βιολέτας στην ερωτική εξομολόγηση του Αλφρέντο εναλλάσσονται με την ευθυμία να διαδέχεται ένα αναπάντεχα βαθύ συναίσθημα.
[3] Η Βιολέτα εκπλήσσεται με τον εαυτό της και τα συναισθήματά της. Το κομμάτι αυτό ισορροπεί ανάμεσα σε μια γεμάτη αναστάτωση ερμηνεία και μια παιχνιδιάρικη ονειροπόληση. Οι εναλλαγές στην ενορχήστρωση τονίζουν αυτή την αντίθεση. Από τη μια, τρέμολο εγχόρδων τα οποία αντανακλούν την ασθένεια που ταλαιπωρεί τη Βιολέτα, και από την άλλη, αισιόδοξα περάσματα σε πνευστά.
[4] Η Βιολέτα χαρακτηρίζει το γλυκό όνειρο για έρωτα ως ανοησία («Follie!»). Θέλει να παραμείνει για πάντα ελεύθερη («sempre libera») για να γεύεται τις απολαύσεις της ζωής του Παρισιού. Η μεγάλη της άρια χαρακτηρίζεται από δεξιοτεχνικές κολορατούρες, γέλια και μια κορύφωση που ξεσηκώνει το κοινό, την οποία υποστηρίζει ιδανικά η ορχήστρα.
[5] Αυτή η καβατίνα του Αλφρέντο είναι μια εξομολόγηση της αγάπης του για τη Βιολέτα. Και τα λόγια του δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι και εκείνη τον αγαπά το ίδιο. Η καβατίνα, ένα λυρικό σόλο κομμάτι, διαφέρει από μια μεγάλη άρια στο ότι ο ερμηνευτής την προσεγγίζει απλούστερα και πιο τραγουδιστά: Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου κολορατούρες, η δομή είναι απλή και ενιαία και ενίοτε, όπως εδώ, χωρίζεται σε δύο μέρη.
[6] Το κομμάτι αυτό του Τζιόρτζιο Ζερμόν αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πολυεπίπεδης ψυχολογικής εναλλαγής που χαρακτηρίζει την όπερα Λα Τραβιάτα. Η αυστηρή εντολή του Ζερμόν να εγκαταλείψει η Βιολέτα τον Αλφρέντο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το φορτισμένο συναισθηματικά ντουέτο του μαζί της.
[7] Στο οκτέτο αυτό του Ζερμόν προς το γιο του, η ορχήστρα, η χορωδία και οι σολίστες μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομες φωνές. Η μεταμέλεια του Αλφρέντο και το συγκινητικό παράπονο της Βιολέτας συνταράσσουν το θεατή.
[8] Η Βιολέτα είναι απελπισμένη. Με την άρια αυτή αποχαιρετά απαρηγόρητη και αδύναμη τον κόσμο. Η άρια αποτελεί την κορύφωση αυτής της μελαγχολικής διάθεσης.
[9] Στο ντουέτο αυτό η Βιολέτα δείχνει να ανακτά τις δυνάμεις της. Η μελωδία θυμίζει παραδοσιακό τραγούδι και μας οδηγεί συνειρμικά στο χαρούμενο και γεμάτο ζωντάνια μέρος της Α’ Πράξης. Τώρα όμως υποβόσκει κι ένας μελαγχολικός τόνος, κυρίως από την πλευρά της Βιολέτας, που υποδηλώνει ότι η ελπίδα για καλύτερες μέρες δεν είναι παρά μια αυταπάτη.
[10] Η σχέση της βασικής ηρωίδας του μυθιστορήματος και της όπερας με τον εμπνευστή της είναι προφανής: Ο Αλέξανδρος Δουμάς (1824-1895) συγκαταλεγόταν στους εραστές της διάσημης Γαλλίδας εταίρας Αλφονσίν (ή αλλιώς Μαρί) Ντιπλεσί, η οποία πέθανε σε ηλικία 23 ετών από φυματίωση στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1847. Το μυθιστόρημα Η Κυρία με τις καμέλιες κυκλοφόρησε το 1848, ένα χρόνο μόνο μετά το θάνατο της εταίρας, την οποία ο Δουμάς ονόμασε στο έργο Μαργκερίτ Γκοτιέ. Ο Δουμάς μετέτρεψε αργότερα το μυθιστόρημα σε δράμα, το οποίο με τη σειρά του ενέπνευσε τον Βέρντι για την όπερά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου