7/2/11

«Ιδομενέας» - Η ιστορία του έργου

Η παράσταση του «Ιδομενέα» στο Μόναχο, το 1780/81, ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Το άγχος είχε κυριεύσει τόσο τον Μότσαρτ, τον λιμπρετίστα και τους ερμηνευτές, όσο και τον διευθυντή του θεάτρου. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε.
Το 1777 ο Μότσαρτ βρέθηκε για πρώτη φορά στο Manheim. Η τοπική όπερα της Αυλής και η εξαιρετική ορχήστρα της, με το μοντέρνο εκφραστικό της στιλ, είχαν συναρπάσει το νεαρό συνθέτη τόσο πολύ, ώστε εξέφρασε στον ηγεμόνα την επιθυμία του να συνθέσει μια όπερα για το Manheim. Το καλοκαίρι του 1780 έλαβε την έγκριση, και του ανατέθηκε η σύνθεση του έργου για το επικείμενο καρναβάλι.
Στο μεταξύ, ο ηγεμόνας Karl Teodor von der Pfalts είχε ανακηρυχθεί ηγεμόνας της Βαυαρίας και είχε μετακομίσει στο Μόναχο, ευτυχώς μαζί με τη θεατρική ομάδα και ορχήστρα. Ο Μότσαρτ είχε ήδη ανεβάσει με επιτυχία το 1775 την opera buffa «Ψευτοκηπουρίνα», που αποδείχθηκε ιδιαίτερα καρποφόρα συνεργασία. Την Α’ Πράξη του «Ιδομενέα» τη μετέφερε ήδη στις αποσκευές του ο συνθέτης όταν κατέφθασε στο Μόναχο.

Οι συντελεστές στα πρόθυρα της απελπισίας
Ίσως ο ίδιος ο ηγεμόνας επέλεξε το συγκεκριμένο έργο: δηλαδή, το λιμπρέτο από τον Αντουάν Ντανσέ του έργου «Tragédie lyrique Idoménée» (Λυρική Τραγωδία για τον Ιδομενέα), που μελοποιήθηκε το 1712 για την Όπερα του Παρισιού από τον Αντρέ Καμπρά. Το λιμπρέτο δε μεταφράστηκε μόνο στα ιταλικά για την πρεμιέρα στο Cuvilliés Theater του Μονάχου, αλλά υπέστη και τροποποιήσεις. Την αποστολή ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο εφημέριος της Αυλής του Σάλτσμπουργκ Τσιαμπατίστα Βαρέσκο (1735-1805). Αντιμέτωπος όμως με τις κατευθύνσεις της Αυλής και τις συχνές αλλαγές που του μεταφέρονταν μετά την αλλεπάλληλη αλληλογραφία μεταξύ Μότσαρτ και του πατέρα του, απελπίστηκε. Ο Βαρέσκο ήταν δεσμευμένος μ’ ένα προσχέδιο στο οποίο είχαν συμφωνήσει ο διευθυντής του Θεάτρου του Μονάχου, ο κόμης του Σέαου, και ο πατέρας του Μότσαρτ, Λέοπολντ. Στο προσχέδιο καθορίζονταν δραματουργικά καθώς και μουσικά πλαίσια, όπως το πόσες θα ήταν οι άριες και πόσο θα διαρκούσε το πέρασμα κάθε ρόλου.
Από την αλληλογραφία της εποχής μαθαίνουμε ότι ο Μότσαρτ ήταν δυσαρεστημένος με τους πρωταγωνιστές. Από τη μια, ο θρυλικός τενόρος Άντον Ράαφ, που ενσάρκωνε τον Ιδομενέα στην πρεμιέρα του έργου, στις 29 Ιανουαρίου του 1781, ήταν ήδη 66 ετών, από την άλλη, ούτε ο καστράτο Βιντσέντσο νταλ Πράτο, που ερμήνευε τον Ιδάμανθη, ενθουσίασε τον συνθέτη. Ο Μότσαρτ όταν ρωτήθηκε και για τους δύο απάντησε ότι «ερμηνεύουν το ρετσιτατίβο χωρίς ψυχή και φλόγα» και ότι «είναι οι πιο ελεεινοί ηθοποιοί που ανέβηκαν ποτέ πάνω στη σκηνή».
Όμως, η πρεμιέρα σημείωσε τεράστια και ανέλπιστη επιτυχία. Ο ηγεμόνας Καρλ Τέοντορ, απευθυνόμενος στον Μότσαρτ, είπε: «Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι κάτι τόσο μεγάλο κρύβεται σ’ ένα τόσο μικρό κεφάλι». Παρά την επιτυχία, κατά τη διάρκεια της ζωής του Μότσαρτ, υπήρξε μόνο μια παράσταση, σε κοντσέρτο του 1786 στη Βιέννη, για την οποία ο συνθέτης μετέτρεψε το ρόλο του Ιδάμανθη από καστράτο σε τενόρο. Την άκαμπτη μορφή της opera seria, που χαρακτηρίζει και τον «Ιδομενέα» του Μότσαρτ, παρά τους νεοτερισμούς της, δεν την προτιμούσαν συχνά. Στο εξής, τον «Ιδομενέα» τον παρουσίαζαν μόνο μετά από επεξεργασία, όπως ο Ρίχαρντ Στράους (Βιέννη, 1931) και ο Ερμάνο Βολφ-Φεράρι (Μόναχο, 1931). Συγκεκριμένα, ο Στράους την συνέπτυξε και τη μετέβαλε, ενώ πρόσθεσε και ένα «όραμα του Ιδομενέα». Η αυθαιρεσία σταμάτησε το 1972, όταν παρουσιάστηκε ο «Ιδομενέας» στην Νέα Έκδοση Μότσαρτ, την οποία είχε επεξεργαστεί το Ίδρυμα Mozarteum.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα έργα του Χέντελ και άλλων συνθετών του Μπαρόκ βγήκαν ξανά στην επιφάνεια για να γίνουν πιο κατανοητά από το μουσικόφιλο κοινό. Σαν αποτέλεσμα, ο «Ιδομενέας» απέκτησε, έστω και με καθυστέρηση, τη σημασία που του άξιζε. Η όπερα παρουσιάζεται σήμερα σε πολλές λυρικές σκηνές.

Ιππότης Ludwich von Köchel (1800-1877)
Ο Ludwich Köchel γεννήθηκε το 1800 στο Stein, βορειοδυτικά της Αυστρίας, τη σημερινή περιοχή του Krems, κοντά στον Δούναβη. Μέχρι το 1842 σπούδαζε και εργαζόταν στη Βιέννη, όπου και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Νομικής θεωρίας και Φιλοσοφίας και διετέλεσε, από το 1827 μέχρι το 1842, παιδαγωγός του Πρίγκιπα. Το 1832 έγινε αυτοκρατορικός σύμβουλος και το 1842 απέκτησε τον τίτλο του ιππότη. Από το 1850 μέχρι το 1852 εργάστηκε ως σχολικός επιθεωρητής στο Σάλτσμπουργκ και επέστρεψε έπειτα στη Βιέννη, όπου και πέθανε το 1877.
Ο Köchel διέθετε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και ήταν πολυπράγμων. Μεταξύ άλλων διεξήγαγε έρευνες στη Βοτανολογία και στα μέταλλα και συνέταξε έργα για τη μουσική ζωή της Βιέννης. Έγραψε μάλιστα έργα για την αυτοκρατορική ορχήστρα της Αυλής (1869) και για το συνθέτη Johann Josef Fuchs (1872). Εκτός από τα παραπάνω, εξέδωσε την αλληλογραφία του Μπετόβεν προς τον αρχιδούκα Ρούντολφ (1865). Το πιο γνωστό του έργο, όμως, που τυπώθηκε το 1862, ήταν το Chronologisch-thematische Verzeichnis sämtlicher Tonwerke Wolfgang Amadeus Mozarts (Χρονολογικός-θεματικός κατάλογος όλων των μουσικών έργων του Μότσαρτ), ο γνωστός «κατάλογος Köchel» (KV), ο οποίος περιλαμβάνει 626 αριθμούς. Η όπερα «Ιδομενέας» φέρει τον αριθμό KV-Nr.366. Στην 3η (1737) και την 6η έκδοση (1964) άλλαξαν οι αριθμοί πολλών έργων, για να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα που προέκυψαν και τα οποία αφορούσαν τη σειρά και το συσχετισμό τους. Αυτές οι αλλαγές επιβλήθηκαν μόνο στον επιστημονικό τομέα. Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι και πολλοί συγγραφείς εμπιστεύονται την αρχική αρίθμηση.

Οι μαικήνες του Μότσαρτ
Δυο από τους πιο σημαντικούς μαικήνες του Μότσαρτ ήταν ο ηγεμόνας αρχιεπίσκοπος Σιγισμούνδος Γ’ του Σάλτσμπουργκ, κόμης του Στράτενμπαχ, και ο Γιόχαν Άντον Γιόχαν Άνταμ Ντίσμας, κόμης Σέαου του Μιλλόιτεν.
Ο κόμης του Στράτενμπαχ εκλέχτηκε το 1753 από τη σύνοδο του καθεδρικού ναού ως ηγεμόνας αρχιεπίσκοπος Σιγισμούνδος Γ’ του Σάλτσμπουργκ. Ο πατέρας του νεαρού Μότσαρτ διετέλεσε ανώτατος διευθυντής της ορχήστρας και συνθέτης της Αυλής του ηγεμόνα, αφού μετακόμισε από το Άουγκσμπουργκ στο Σάλτσμπουργκ. Ο αρχιεπίσκοπος είχε υπό την εύνοιά του την οικογένεια Μότσαρτ. Είχε όμως την υποψία ότι ο Λέοπολντ ήταν ο πραγματικός συνθέτης των έργων του παιδιού-θαύματος. Το 1766 διέταξε να κλείσουν τον 11χρονο Βόλφγκανγκ Αμαντέους σε μια κάμαρα για να αποδείξει το ταλέντο του. Επρόκειτο για την πρώτη μισθωμένη ανάθεση έργου, από την οποία προέκυψε το ορατόριο «Die Schuldigkeit des ersten Gebots» (KV35).
Στην έδρα του Σιγισμούνδου στο Σάλτσμπουργκ παρουσιάστηκε το 1769 η όπερα «Η Ψευτοαφελής». Ο αρχιεπίσκοπος ανακήρυξε τον 13χρονο, τρίτο μουσικό διευθυντή της ορχήστρας της Αυλής του και του παραχώρησε για ένα ταξίδι στην Ιταλία 120 δουκάτα. Συνέχισε μάλιστα να χρηματοδοτεί και τα επόμενα ταξίδια τόσο του Βόλφγκανγκ όσο και του Λέοπολντ Μότσαρτ.
Το 1771 ο Σιγισμούνδιος Γ’ πέθανε. Οι διαφορές του διαδόχου του, Ιερώνυμου, κόμη του Κολορέντο, με τον Μότσαρτ ώθησαν τον τελευταίο να εγκαταλείψει το Σάλτσμπουργκ.

Ο κόμης του Σέαου
Ο κόμης, γεννημένος το 1713 στο Λιντς, έγινε σύμβουλος του ηγεμόνα της Κολονίας και της Βαυαρίας. Το 1740 παντρεύτηκε τη Μαρία Άννα φον Γκάτερμπουργκ. Όταν το 1742 πέθανε ο μόλις 7 εβδομάδων γιος του, ο Γιόζεφ Άντον βρισκόταν στη φυλακή, καθώς ήταν ένας από τους υποκινητές της αυστριακής εξέγερσης για τη διαδοχή. Η Μαρία Θηρεσία του έδωσε χάρη, αλλά δεν του επέτρεψε να επιστρέψει ποτέ στην Αυστρία, και έτσι έζησε στο Μόναχο μέχρι το θάνατό του. Το 1753 έγινε διευθυντής της ορχήστρας της Αυλής και θεατρικός διευθυντής.
Το 1772, ο κόμης ίδρυσε στο Μόναχο μια θεατρική επιχείρηση και το 1774 ανέθεσε στον Μότσαρτ τη σύνθεση της όπερας «Η Ψευτοκηπουρίνα». Το 1777 προσκάλεσε τον Εμμάνουελ Σικανέντερ, ηθοποιό, θεατρικό διευθυντή και λιμπρετίστα του «Μαγικού Αυλού», στο Μόναχο. Λίγα χρόνια μετά, το 1780, όταν είχε αποκτήσει πλέον εμπειρία ως διευθυντής, δέχτηκε την ανάθεση του «Ιδομενέα» από τον ηγεμόνα Karl Teodor.
Σε ηλικία 72 ετών, ο κόμης Σέαου συνήψε σχέσεις με την Αουγκούστε Βέλντλιγκ. Πέντε εβδομάδες μετά τη μοιραία ανακοπή που υπέστη ο ηγεμόνας Karl Teodor, κατά τη διάρκεια χαρτοπαίγνιου, τον Φεβρουάριο του 1799, πέθανε και ο Κόμης του Σέαου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου