26/1/11

«Capriccio» - Η ιστορία του έργου

Ένα καπρίτσιο είναι ένα ζωηρό μουσικό κομμάτι. Όταν ο Strauss συνέθετε αυτή την όπερα, είχε σκεφτεί ένα ειρωνικό και εύθυμο έργο. Ο υπότιτλος «Έργο συζήτησης με μουσική» υπογραμμίζει αυτή την πρόθεσή του.
Το ερώτημα που τίθεται στο Capriccio είναι τόσο παλιό όσο και το ίδιο το μουσικό θέατρο: «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια;» (Prima la musica, dopo le parole?). Τι προηγείται: ο λόγος ή η μουσική; Στα μέσα του 18ου αιώνα, στο Παρίσι μάχονταν από τη μια οι «Γκλουκιστές», οι οποίοι προτιμούσαν την απέριττη μελωδική διαμόρφωση και το εύληπτο κείμενο, φόρμες που εισήγαγε ο Κρίστοφ Βίλιμπραντ Γκλουκ, και από την άλλη οι «Πιτσινιστές», οι οποίοι διατηρούσαν τη μορφή μπαρόκ του Νικολό Πιτσίνι. Η διαμάχη αυτή επηρέασε τόσο πολύ τους εραστές της όπερας, ώστε ο Αντόνιο Σαλιέρι εισήγαγε στη σκηνή ένα μονόπρακτο γι’ αυτό το ζήτημα το 1786 στη Βιέννη, σε μια γιορτή που πραγματοποιήθηκε στους κήπους του ανακτόρου Σένμπρουν. Το λιμπρέτο για το «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια;» (Prima la musica, dopo le parole?) από τον Αμπέ Τζοβάνι Μπατίστα Κάστι έφτασε 150 χρόνια αργότερα στα χέρια του Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος επέστησε την προσοχή του Strauss στο υλικό αυτό.
Ο Τσβάιχ, ο οποίος είχε ήδη γράψει το λιμπρέτο για το έργο του Strauss «Σιωπηλή γυναίκα» (1934-1935), εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής ζούσε εξόριστος στο Λονδίνο. Δεν του επιτρεπόταν να εκδώσει τίποτε στη ναζιστική Γερμανία, αλλά ούτε και στην πατρίδα του την Αυστρία μετά την ένωσή της με τη Γερμανία το 1938. Πέρα από αυτό ο Τσβάιχ δεν επιθυμούσε να συνεργαστεί ξανά με τον Strauss, ο οποίος είχε στρατευθεί από το ναζιστικό καθεστώς, αν και ο συνθέτης του το ζητούσε.
Γι’ αυτό ο Strauss στράφηκε για την επεξεργασία της ιδέας του Capriccio στο θεατρολόγο Γιόζεφ Γκρέγκορ. Ο τελευταίος είχε ήδη γράψει τα κείμενα για το «Ημέρα της Ειρήνης» και το «Δάφνη» (και τα δύο έργα του 1938) του Strauss, χωρίς όμως να έχει πείσει το συνθέτη για τις ικανότητές του. Ακόμα και για το νέο έργο, ο Strauss προβληματιζόταν, καθώς δεν επιθυμούσε μια παραδοσιακή όπερα, αλλά «ένα δραματουργικό έργο», μια «θεατρική φούγκα». Το Σεπτέμβριο του 1939 έγραψε στο μουσικό διευθυντή και φίλο του Klemens Kraus: «Για το αν τα καταφέρει ο Γκρέγκορ να δημιουργήσει κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να το πω ακόμα. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς θέλω: όχι λυρισμό, όχι ποίηση, όχι συναισθηματισμούς: θέατρο της λογικής, πνεύμα και στεγνό χιούμορ!» Ο Kraus κατάλαβε. Αντάλλαξε την μπαγκέτα με πένα και δημιούργησε, βασιζόμενος στην κύρια ιδέα του λιμπρέτου του Κάστι, ένα ιδιοφυές «Έργο συζήτησης με μουσική»: Capriccio.
Ο ίδιος ο Strauss ήταν υπέρ των δικαιωμάτων της μουσικής. Όταν ο Kraus το 1942, ως μουσικός διευθυντής στις πρόβες του Capriccio για την πρεμιέρα, έκανε κήρυγμα στους ερμηνευτές του Εθνικού Θεάτρου του Μονάχου ότι η όπερα δεν έχει νόημα όταν δεν μπορείς να καταλάβεις κάθε λέξη, ο 87χρονος Strauss παρενέβη: «Ε, αν κάποιος άκουγε περιστασιακά λίγο και από τη μουσική μου, δεν θα με πείραζε». Στην πρεμιέρα στις 28 Οκτωβρίου του 1942 πήραν μέρος: η σύζυγος του Klemens Kraus, η Ρουμάνα Βιόρικα Ουρσουλεάκ ως κόμισσα και ως Ολιβιέ ο μπάσος-βαρύτονος Χανς Χότερ, ο οποίος έκανε διεθνή καριέρα μετά τον πόλεμο και πέθανε το 2006.
Με το έξυπνο «Έργο συζήτησης με μουσική» και «μικρή όπερα συζήτησης» Capriccio, ο Strauss φοβόταν (άδικα) ότι το απλό κοινό δε θα μπορέσει να ταυτιστεί, αλλά το έργο αυτό θα παρέμενε ένα διαμαντάκι για τους διανοούμενους. Η «θεατρική φούγκα» εξελίχθηκε σε μια από τις καλύτερες όπερες μεταξύ των έργων που συνέθεσε στα χρόνια της ωριμότητάς του και παραμένει μέχρι και σήμερα ένα δημοφιλές έργο.
Όταν ο Κράους πρότεινε στον Strauss να συνθέσει άλλη μια όπερα, ο συνθέτης απάντησε: «Πιστεύετε, στα αλήθεια, ότι μπορεί μετά το Capriccio να ακολουθήσει κάτι καλό; Δεν είναι αυτή η δίεση μείζονα ο καλύτερος επίλογος της θεατρικής μου πορείας; Πίσω σου μπορείς να αφήσεις μόνο μια διαθήκη!»

Richard Strauss (1864-1949)
Ο Richard Strauss γεννήθηκε το 1864 στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν ο πιο φημισμένος εκτελεστής γαλλικού κόρνου στη Γερμανία, και η μητέρα του ήταν η κόρη της εύπορης οικογενείας ζυθοποιών Πσορ. Δεν υπήρχε καμιά συγγένεια με τη δυναστεία του βαλς Στράους.
Σε ηλικία 6 ετών συνέθεσε ήδη το πρώτο του τραγούδι. Το 1882 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας, Αισθητικής και Ιστορίας της τέχνης, τα οποία όμως διέκοψε ύστερα από λίγο, επειδή προτιμούσε να ταξιδεύει. Έτσι γνώρισε το διευθυντή της ορχήστρας της Αυλής του Meiningen, τον Hans von Billow, ο οποίος τον έφερε στο Meiningen το 1885 ως βοηθό του. Ένα μήνα μετά την αποχώρηση του Billow, ο Strauss ορίστηκε επικεφαλής της ορχήστρας. Εκεί γνώρισε τους μέντορές του: Johannes Brahms και Alexander Ritter.
Ο Strauss είχε τις πρώτες του επιτυχίες ως μουσικός διευθυντής, αφιερώθηκε όμως και στη σύνθεση. Επηρεασμένος από τον Ritter, στράφηκε προς το συνθετικό στιλ του Βάγκνερ και έγραψε τα δικά του πλέον σημαντικά έργα, παράλληλα με τις όπερες, τα μοναδικά «Συμφωνικά ποιήματα» μεταξύ των οποίων το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».
Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με τις όπερές του «Ηλέκτρα» (1909) και «Ο Ιππότης με το ρόδο» (1910). Ακολούθησαν και άλλες όπερες. Μετά το «Γυναίκα δίχως ίσκιο» (1919), ο Strauss εγκατέλειψε την ασφαλή πειραματική μέθοδο σύνθεσης και ανέπτυξε έναν προσεγμένο κλασικισμό. Το τελευταίο μεγάλο έργο του ήταν το «Τέσσερα τελευταία lieder» για σοπράνο και ορχήστρα (1948). Πέθανε το 1949 στο Γκάρμις-Πάρτενκιρχεν. Ένα χρόνο μετά πέθανε και η σύζυγός του, η διακεκριμένη σοπράνο Pauline Strauss de Ana.

Ο Strauss, η GEMA και το ναζιστικό καθεστώς
Ο Richard Strauss δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα. Είχε, όμως, την άποψη ότι οι συνθέτες θα πρέπει να επιβιώνουν από τη δουλειά τους (οι περισσότεροι εργάζονταν ως μουσικοί ή μουσικοί διευθυντές). Γι’ αυτό, ο Strauss απαιτούσε ο συνθέτης να λαμβάνει ένα μέρος από τις εισπράξεις κάθε παράστασης, γεγονός που του χάρισε μέχρι σήμερα τη φήμη του φιλάργυρου.
Το 1898 ο Strauss τέθηκε υπέρ της σύστασης ενός συλλόγου συνθετών. Η ιδέα αυτή οδήγησε το 1903 στην ίδρυση της GEMA (Σύλλογος για τα δικαιώματα της μουσικής των παραστάσεων), η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Το γεγονός ότι ο Strauss ανακηρύχθηκε το 1933 πρόεδρος της Reichsmusikkammer (τα μουσικά δρώμενα του Γ’ Ράιχ), ίσως να σχετίζεται με την ίδρυση της GEMA. Μαρτυρίες εκείνης της εποχής διαβεβαιώνουν ότι ο μη πολιτικοποιημένος Strauss αγνοούσε τα πιστεύω των εθνικοσοσιαλιστών. Οι απόψεις για τη στάση και δράση του κατά την περίοδο του Ναζισμού είναι αντιφατικές. Όταν το καθεστώς απαγόρευσε το 1933 στον Εβραίο Μπρούνο Βάλτερ να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την μπαγκέτα ανέλαβε ο Strauss, μια πράξη που προκάλεσε σύγχυση στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Από την άλλη πλευρά, λέγεται ότι ο Strauss, του οποίου η νύφη ήταν μισή Εβραία, χρησιμοποίησε τη θέση του για να σώσει γνωστούς του Εβραίους. Έτσι, υποστήριξε και τον Εβραίο Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος είχε γράψει το λιμπρέτο για τη «Σιωπηλή γυναίκα», που έκανε πρεμιέρα το 1935. Ο Αδόλφος Χίτλερ έκανε μποϊκοτάζ στην παράσταση αυτή και ο Strauss αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου.
Παρόλα αυτά, το 1938 παρουσίασε το Φεστιβάλ του Γ’ Ράιχ, το μοναδικό που πραγματοποιήθηκε από τις 22 μέχρι τις 28 Μαΐου στο Düsseldorf. Στα πλαίσια αυτής της εορταστικής εβδομάδας, παρουσιάστηκε και η έκθεση «Η μουσική χωρίς τέχνη», η οποία στιγμάτιζε συνθέτες εβραϊκής καταγωγής ή συνθέτες που είχαν πέσει σε δυσμένεια.
Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Strauss έδρασε κυρίως ως μουσικός διευθυντής στο Μπαϊρόιτ αλλά και εκτός. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Το έργο του είχε και έχει μεγάλη δύναμη και έχει επηρεάσει αρκετούς συνθέτες μέχρι και σήμερα.

22/1/11

Το «Capriccio» του Richard Strauss

Στην όπερα συνυπάρχουν η μουσική και ο λόγος. Στο Capriccio του Strauss ένας ποιητής και ένας συνθέτης ανταγωνίζονται για την αγάπη μιας κόμισσας. Ποιος όμως θα κερδίσει την καρδιά της; Ποια τέχνη θα αναδειχθεί;
Ο Strauss δεν προτίμησε την κλασική εισαγωγή αλλά αρχίζει το έργο του με μια εισαγωγή για σεξτέτο εγχόρδων. Στην πρώτη σκηνή παρουσιάζονται οι πρωταγωνιστές της όπερας, όλοι ντυμένοι με κοστούμια σε στυλ ροκοκό: η Μαντλέν (μια νεαρή χήρα κόμισσα), ο κόμης (ο αδελφός της), η Κλαιρόν (μια ηθοποιός), ο Φλαμάντ (ένας συνθέτης), ο Ολιβιέ (ένας ποιητής) και ο Λαρός, ο διευθυντής θεάτρου.

Σκηνή 1η
Η παράσταση αρχίζει και στη σκηνή αποκαλύπτεται μια μεγαλοπρεπής αίθουσα ενός παλατιού που βρίσκεται κοντά στο Παρίσι. Η επίπλωσή της βασίζεται σε ροζ τόνους και στο χώρο υπάρχει κι ένα σπινέτο. Ο συνθέτης Φλαμάντ και ο ποιητής Ολιβιέ αφουγκράζονται το σεξτέτο που ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο.[1] Ο διευθυντής θεάτρου Λαρός έχει αποκοιμηθεί πάνω στην εφημερίδα του. «Bezaubert ist sie heute wieder» (Πάλι μαγευτική είναι σήμερα) είναι τα λόγια θαυμασμού του Φλάμαντ για την κόμισσα, που διακρίνεται από την ανοιχτή πόρτα στη διπλανή αίθουσα. Ο συνθέτης και ο ποιητής συναγωνίζονται για την εύνοια της κόμισσας. Με αφορμή ένα έργο του Σαλιέρι «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια» (Prima la musica, dopo le parole) συζητούν οι δυο τους για το ζήτημα αυτό. Έχει ο Σαλιέρι δίκιο ή όχι;
Ο Λαρός ξυπνά και τους μαλώνει λέγοντας ότι εκείνοι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτόν, τον διευθυντή θεάτρου, το πρακτικό μυαλό πίσω από όλα. Ο συνθέτης και οι ποιητής παραπονιούνται έντονα... «Σκλάβοι» είναι οι δυο τους, εξαρτημένοι από τα σκηνικά και τις ατέλειωτες πρόβες! Ακόμα και το κοινό, που έχει στόχο τη διασκέδαση και μόνο, βασίζεται στον Λαρός. Το μόνο που θέλει είναι εντυπωσιακά σκηνικά και υψηλούς τόνους από τον αστέρα τενόρο. Εκεί δεν βοηθούν ούτε οι μεταρρυθμίσεις αλά Gluck (Γερμανός συνθέτης). Ο Λαρός προτιμά την ιταλική opera buffa, επειδή προσφέρει άριστη διασκέδαση και είναι προσιτή στον απλό κόσμο.[2] Ο διευθυντής πιστεύει ότι ο κόσμος ζητά στη σκηνή αληθινούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, και όχι φαντάσματα. Ο ποιητής και ο συνθέτης όμως έχουν διαφορετική άποψη και κοιτάζουν τον Λαρός κοροϊδευτικά.
Ο Λαρός τους ενημερώνει ότι περιμένουν την ηθοποιό Κλαιρόν για πρόβα. Προετοιμάζουν για τα γενέθλια της κόμισσας ένα κομμάτι του Ολιβιέ, που έγραψε προς τιμή της. Ο κόμης, ο αδελφός της Μαντλέν, θέλει να εμφανιστεί μαζί με την Κλαιρόν στη σκηνή. Οι τρεις τους φεύγουν από την αίθουσα, για να ξεκινήσουν με τις ετοιμασίες.

Σκηνή 2η
Η κόμισσα εμφανίζεται στην αίθουσα μαζί με τον αδελφό της και μαθαίνουμε ότι ο Φλαμάντ έχει συνθέσει γι’ αυτήν ένα σεξτέτο: «Der Strom der Töne trug mich fort» (Το κύμα των ήχων με παρέσυρε μακριά). Τα δύο αδέλφια μιλούν για μουσική. Ο κόμης πιστεύει ότι η αγάπη της Μαντλέν για τη μουσική οφείλεται στην αδυναμία που τρέφει για τον Φλαμάντ. Η κόμισσα πάλι ισχυρίζεται ότι η αγάπη του αδελφού της για το θέατρο αποκαλύπτει το πραγματικό ενδιαφέρον του για την ηθοποιό Κλαιρόν. Ο κόμης, ερωτευμένος με την ερμηνεύτρια Κλαιρόν, επιθυμεί να αναλάβει ένα ρόλο στο έργο που πρόκειται να ανεβάσουν. Η εύθυμη λογομαχία των αδελφών μετατρέπεται σε πειράγματα με υπονοούμενα για τους έρωτές τους.

Σκηνή 3η
Ο Λαρός επιστρέφει με τον Φλαμάντ και τον Ολιβιέ στην αίθουσα και υπόσχεται μια μεγαλειώδη θεατρική παραγωγή. Οι Φλαμάντ και Ολιβιέ προβληματίζονται: θα υποβιβάσει ο Λαρός το κείμενο του Ολιβιέ σ’ ένα θέαμα χαμηλού επιπέδου;

Σκηνή 4η
Η Κλαιρόν καταφθάνει. Η γνωστή καλλιτέχνιδα και πρώην σύντροφος του Ολιβιέ προθυμοποιήθηκε να ενσαρκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο καινούργιο του δράμα. Στο έργο, όπως και στην πραγματικότητα, το ρόλο του εραστή θα αναλάβει ο κόμης. Για να πειστεί η Κλαιρόν για το ταλέντο του γαλαζοαίματου παρτενέρ της, ο κόμης ξεκινά την απαγγελία χωρίς τραγούδι. Απαγγέλλει το σονέτο «Kein andres, das mir so im Herzen loht» (Τίποτα άλλο δε φλέγεται στην καρδιά μου) και το δηλώνει ως κομμάτι του ρόλου του.[3] Ο Λαρός ξεκινά στη σάλα του θεάτρου τις πρόβες. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι παρών. Ο σκηνοθέτης θέλει να εργαστεί χωρίς καμιά ενόχληση.
Ο Ολιβιέ ξεκινά την απαγγελία του ερωτικού σονέτου που θα ερμηνεύσει ο κόμης με τον ζηλιάρη Φλαμάντ παρόντα. Απευθύνεται στη Μαντλέν για την οποία και το έγραψε. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, ο Φλαμάντ ξεσπά... για να μελοποιήσει άμεσα αυτούς τους υπέροχους στίχους. Η Μαντλέν του δίνει το χειρόγραφο.

Σκηνή 5η
Ο Ολιβιέ, έξαλλος με το εγχείρημα του Φλαμάντ, αφήνει την κόμισσα να τον ηρεμήσει. Δε θέλει να «καταστραφούν οι στίχοι του», αλλά η Μαντλέν έχει συλλάβει το νόημα των λέξεων που θα μελοποιηθούν: «Vielleicht schenkt er ihnen ein höheres Leben» (Ίσως τους δωρίζει ανώτερη ζωή). Ο Ολιβιέ εκμεταλλεύεται τη στιγμή που βρίσκονται μόνοι τους και εκδηλώνει τον έρωτά του στην κόμισσα με στιλ πρόζας, κάτι που η ίδια η κόμισσα του το ζήτησε κεκελυμμένα. Την παίρνει στην αγκαλιά του, αλλά αυτή αποτραβιέται λέγοντας: «Hoffnung ist züss, Gewährung vergänglich» (Η ελπίδα είναι γλυκιά, η εκπλήρωση ματαιότητα), μια σκέψη με την οποία αντέδρασε και η Κλαιρόν στο άκουσμα του σονέτου. Υπάρχει όμως και κάποιος άλλος που την πολιορκεί για τον έρωτά της. Είναι σε δίλημμα. Όταν ο Ολιβιέ την κατηγορεί ότι προτιμά τα σκοτεινά συναισθήματα που κρύβονται στη μουσική και όχι την καθαρότητα του πνεύματος, η οποία εκφράζεται μέσα από τα λόγια του ποιητή, εκείνη απαντά ότι η μουσική μπορεί να αναδείξει πράγματα τα οποία βρίσκονται πέρα από κάθε λέξη.

Σκηνή 6η
Ο Φλαμάντ έχει ήδη τελειώσει το κομμάτι. Επιστρέφει και το παρουσιάζει: «Kein andres, das mir so im Herzen loht» (Τίποτα άλλο δε φλέγεται στην καρδιά μου), οι ίδιοι στίχοι και πάλι. Η κόμισσα δεν μπορεί να συγκρατήσει τη συγκίνησή της, ο Ολιβιέ αντίθετα παραπονιέται για την καταστροφή των στίχων του. Οι τρεις τους εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσω ενός λαμπρού τρίο: «Des Dichters Worte, wie leuchten sie klar» (Τα λόγια του ποιητή πόσο ξεκάθαρα φωτοβολούν) και η Μαντλέν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος και η μουσική είναι πλέον αχώριστα ενωμένοι «στο δικό μου σονέτο».
Ο Λαρός μπαίνει βιαστικός μέσα. Χρειάζεται το συγγραφέα στην πρόβα, γιατί πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του για την περικοπή κάποιων σημείων.

Σκηνή 7η
Ο Ολιβιέ φεύγει από την αίθουσα. Τη σκηνή πλημμυρίζουν οι ήχοι της ορχήστρας. Ακόμα και ο Φλαμάντ πολιορκεί τώρα τη Μαντλέν με μια ερωτική εξομολόγηση: «Wem reicht Ihr den Preis?» (Σε ποιον θα δώσετε το βραβείο;). Η εξομολόγηση του Φλαμάντ διαρκεί περισσότερο και μουσικά είναι πιο περίπλοκη σε σύγκριση με αυτή του Ολιβιέ (άλλωστε είναι ο τενόρος). Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι για τον συνθέτη Στράους η μουσική έχει τελικά το προβάδισμα.
Παρόλα αυτά, όταν ο Φλαμάντ πλησιάζει με αγωνία τη Μαντλέν, αυτή του ζητά άλλη μια μέρα: «Morgen Mittag um elf» (Αύριο το μεσημέρι στις 11) θα του ανακοινώσει στη βιβλιοθήκη την απόφασή της. Μπαίνει πάλι ο Ολιβιέ, ενώ η ορχήστρα (αλέγκρο μοντεράτο) παρουσιάζει τη διαμάχη για άλλη μια φορά: ο συνθέτης και ο ποιητής αναμετρώνται με τα βλέμματά τους. Ο Φλαμάντ μοιάζει πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Στη συνέχεια, οι κύριοι αποχωρούν από την αίθουσα και η Μαντλέν έχει να αντιμετωπίσει μια εσωτερική σύγκρουση με τη συνοδεία θυελλώδους μουσικής.

Σκηνή 8η
Η Μαντλέν και ο αδελφός της συζητούν για λίγο στο σαλόνι τους. Τον προειδοποιεί να μην μπερδέψει το θαυμασμό που τρέφει η Κλαιρόν στο πρόσωπό του με έρωτα. Του αποκαλύπτει ότι ο Ολιβιέ και ο Φλαμάντ της έκαναν ερωτική εξομολόγηση. Στο ερώτημα του κόμη: «Was soll daraus werden?» (Τι θα απογίνει απ’ όλα αυτά;) του απαντά: «Eine Oper!» (Μια όπερα!).

Σκηνή 9η
Είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σκηνή και ο δραματουργικός πυρήνας αυτής της όπερας. Μετά την πρόβα περνούν στο σαλόνι για σοκολάτα. Η Κλαιρόν επαναλαμβάνει τους επαίνους για το ταλέντο του κόμη, ανακοινώνει όμως ότι πρέπει να επιστρέψει στο Παρίσι. Για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι, ο Λαρός παρουσιάζει μια χαριτωμένη χορεύτρια και τον παρτενέρ της, οι οποίοι συνοδεύονται στη σκηνή από μουσικούς.[4] Στο μεταξύ η Κλαιρόν και ο Ολιβιέ φιλονικούν. Ο έρωτάς τους έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό.
Με αφορμή το χορό, που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς μουσική, ξεσπά και πάλι καυγάς για την κατάταξη των τεχνών: «Tanz und Musik stehn im Bann des Rhythmus» (Χορός και μουσική υπακούν στον ρυθμό).[5] Ο διευθυντής του θεάτρου υποστηρίζει με στιβαρό ύφος: «Im Bereich meiner Bühne dienen sie alle» (Στα πλαίσια της σκηνής μου όλοι υπηρετούν), η συζήτηση όμως συνεχίζεται με εύθυμο τόνο. Γίνεται αναφορά στη όπερα (έχει να επιδείξει πολλά παράδοξα). Αυτό δεν ισχύει όμως για τον συνθέτη Gluck. Αυτός στοχεύει απευθείας στην καρδιά.
Φλαμάντ: στον Gluck λόγος και μουσική είναι ισάξια, η μουσική μπορεί να θεωρηθεί υπηρέτης και ερμηνευτής του κειμένου.
Κλαιρόν: το κείμενο γίνεται προβληματικό όταν είναι κακό!
Λαρός: το βασικό κακό είναι η ορχήστρα. Ο μανιασμένος ήχος της αναγκάζει τους ερμηνευτές να ουρλιάζουν!
Όταν λοιπόν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το ιταλικό μπελκάντο πεθαίνει, ο λαρός καλεί ένα ζευγάρι Ιταλών ερμηνευτών. Το συμβατικό ντουέτο αυτών των δύο Ναπολιτάνων έχει θλιμμένους στίχους «Addio mia vita, non piangere il mio fato» (Αντίο ζωή μου, μην κλαις για τη μοίρα μου),[6] η μουσική όμως που το συνοδεύει είναι εύθυμη. Το κοινό αντιδρά μουδιασμένα.
Τότε ο Λαρός ανακοινώνει το πρόγραμμα του θεάτρου, που θα αποτελέσει και την αποκορύφωση των εορτασμών. Ξεκινά με μια μεγαλειώδη αλληγορία, τη γέννηση της Αθηνάς. Ενώ ο Λαρός εξιστορεί τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, τον χλευάζουν για το παλιομοδίτικο πάθος τέτοιων μυθολογικών πλοκών [Ανσάμπλ που προκαλεί γέλιο: «Ein possierlicher Einfall!» (Χαριτωμένη σκέψη!)]. Η παρέα τραγουδά πολυφωνικά, καθένας το κομμάτι του, ενώ ο Λαρός προσπαθεί να αμυνθεί [Ανσάμπλ για λογομαχία: «Aber so hört doch! Es kommt ja ganz anders» (Μια στιγμή! Τελειώνει εντελώς διαφορετικά!)].[7]
Η Μαντλέν μαλακώνει τον θυμωμένο διευθυντή και τον ρωτά για το δεύτερο μέρος του θεατρικού. Ονομάζεται «Der Untergang Karthagos!» (Η καταστροφή της Καρχηδόνας!) και είναι άκρως δραματικό και ηρωικό, ένα πλούσιο θέαμα και ένα πυροτέχνημα τεχνικών εφέ. Και αυτή η περιγραφή αντιμετωπίζεται με ειρωνεία. Τότε ο διευθυντής χάνει την ψυχραιμία του «Hola, ihr Streiter in Apoll!» (Ε, Απολλώνιοι αγωνιστές!), αναφέρεται στην αξιοπρέπειά του «Ich bewahre das Gute, das wir besitzen» (Διατηρώ ό,τι καλό διαθέτουμε). Μάταια περιμένει το καινούργιο, το σύγχρονο έργο νέων μεγαλοφυϊών, «die zum Herzen des Volkes sprechen» (που μιλούν στην καρδιά του λαού). Αντίθετα συναντά συνέχεια «χλωμούς» αισθησιοκράτες με φτιασιδωμένους στίχους και πομπώδη μουσική δωματίου, που δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο στους «αιώνιους κανόνες του Θεάτρου».
Αν και οι Φλαμάντ και Ολιβιέ αναφωνούν περιπαικτικά «Αμήν!», παίρνουν στα σοβαρά τις παρατηρήσεις του Λαρός και αποφασίζουν να συνθέσουν μια όπερα σύμφωνα με την πρόταση της Μαντλέν και τις απαιτήσεις του διευθυντή.

Σκηνή 10η
Μιας και πρόκειται για μια όπερα συγκρούσεων [«die auch uns bewegen» (που αγγίζουν και εμάς)], ο κόμης προτείνει να χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενο της όπερας τα γεγονότα της ημέρας, όπως βιώνονται στο Capriccio. Η πρόταση γίνεται δεκτή και οι καλεσμένοι αποχωρούν. Όλοι φεύγουν για το Παρίσι, προσμένοντας την έμπνευση των Ολιβιέ και Φλαμάντ.

Σκηνή 11η
Οι υπηρέτες συγυρίζοντας το σαλόνι εκφράζουν την έκπληξή τους με τις ιδέες των κύριων τους (μια ευκαιρία για να ακουστεί «η φωνή του λαού» σχετικά με το μουσικό θέατρο).

Σκηνή 12η
Ένας μικρόσωμος, ηλικιωμένος κύριος, που συστήνεται στο μέτρ ως «unsichtbarer Herrscher einer magischen Welt» (αόρατος ηγεμόνας ενός μαγικού κόσμου), βγαίνει από την αίθουσα του θεάτρου. Είναι ο υποβολέας Μεσιέ Τοπ (Κύριος Τυφλοπόντικας), που αποκοιμήθηκε στη διάρκεια της πρόβας. Ο μετρ του υπόσχεται ότι θα ετοιμάσει μια άμαξα για να τον οδηγήσει στο σπίτι του.

Σκηνή 13η
Στο μεταξύ έχει βραδιάσει και τα κεριά μαζί με το φεγγάρι φωτίζουν την αίθουσα.[8] Δίπλα στο σπινέτο υπάρχει τώρα και μια άρπα. Εμφανίζεται η Μαντλέν κρατώντας μια παρτιτούρα στο χέρι της, που σφίγγει πάνω στο στήθος της. Ο οικονόμος την ενημερώνει ότι ο Ολιβιέ θα εμφανιζόταν την επόμενη μέρα για να μάθει «den Schluss der Oper» (το τέλος της όπερας). Συγκεκριμένα, αύριο το «μεσημέρι στις 11» θέλει να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη, όπου θα συναντηθεί και με τον Φλαμάντ, τον οποίον κάλεσε η Μαντλέν την ίδια ώρα (7η σκηνή). Η Μαντλέν τραγουδά το σονέτο στην άρπα για να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της.[9]
Πώς είναι δυνατόν να πάρει μια τέτοια απόφαση, μιας και οι δύο τέχνες ενώθηκαν σε κάτι ενιαίο; Προβληματισμένη κοιτάζει στον καθρέπτη και αναρωτιέται αν γνωρίζει ένα τέλος για την όπερα «der nicht trivial ist»[10] (που να μην είναι τετριμμένο), μέχρι που ο μετρ την επαναφέρει στην πραγματικότητα αναφέροντάς της ότι το δείπνο είναι έτοιμο. Η Μαντλέν αφήνει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα καθώς κατευθύνεται με χάρη προς το σαλόνι.


[1] Η εισαγωγή αποτελείται από ένα σεξτέτο, ενώ παράλληλα θεωρείται και τμήμα της πλοκής: Το andante con moto (βηματισμός του τέμπο με κίνηση) προέρχεται, όπως εξηγείται παρακάτω, από τον Φλαμάντ. Η απαλή αυτή μουσική αποκοιμίζει τον διευθυντή του θεάτρου, αλλά μαγεύει την κόμισσα.
[2] Όταν η συζήτηση οδηγείται στην ιταλική όπερα, ο Strauss αναπαράγει τους ήχους της. Και ένα ακόμα μουσικό τσιτάτο: ενώ ο Φλαμάντ, ο Λαρός και ο Ολιβιέ συζητούν για την όπερα του Gluck «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», ο Strauss υπονοεί με τη μουσική του την αρχή της εισαγωγής της όπερας «Ιφιγένεια».
[3] Το ερωτικό αυτό σονέτο προέρχεται από τον Πιέρ ντε Ρανσάρ (1525-1584). Το σονέτο έχει τη φόρμα με την οποία δημιουργήθηκε την περίοδο της Αναγέννησης με 14 στίχους. Οι στροφές είναι μοιρασμένες σε 4-4-3-3 στίχους. Στην αρχή ο κόμης δηλώνει το σονέτο ως μέρος του ρόλου του, μετά ο Ολιβιέ το αναπαράγει γεμάτο συναίσθημα προς τη Μαντλέν και την τρίτη φορά ακούγεται ως τραγούδι μελοποιημένο από τον Φλαμάντ.
[4] Για να παρουσιάσει το χορό, ο Strauss ανατρέχει σε μορφές που κυριαρχούσαν στις Αυλές: στη σουίτα που αποτελείται από πολλούς χορούς. Τα λόγια «Was sagt ihr! Die personifazierte Grazie!» (Τι λέτε! Η χάρη προσωποποιημένη!) συνοδεύονται από ένα passepied, ένα γαλλικό χορό του 16ου και του 17ου αιώνα. Ακολουθεί μια χωριάτικη ζίγκα, που χαρακτηριζόταν από το γρήγορο και ζωντανό ρυθμό των 12/8 και αποτελούσε στο μπαρόκ ύφος το τέλος της χορευτικής σουίτας. Εδώ όμως κυριαρχεί η σουίτα gavota. Ακολουθεί το γρήγορο και ζωντανό ρυθμό alla-breve, που είναι σύμφωνος με τις μισές νότες ρυθμού 2/2 ή 4/2 και κυλάει χωρίς παράλληλους τονισμούς. Η gavota αποτελείται συνήθως από δύο μέρη, καθένα με δύο θέματα.
[5] Το τμήμα του έργου που ξεκινάει με το μουσικό αυτό κομμάτι, είναι το κεντρικό κομμάτι του έργου. Γι’ αυτό και ο Strauss επέλεξε τη μορφή της φούγκα. Δεν υπάρχει σχεδόν μεγαλύτερη επιβολή της φόρμας σε μουσικό είδος από τη φούγκα του μπαρόκ, η οποία ακολουθεί αυστηρούς κανόνες στο σημείο αντίθεσης.
[6] Το ντουέτο των Ναπολιτάνων συνδέει ένα θλιβερό κείμενο με μια ζωηρή μουσική. Λειτουργεί ως παράδειγμα για την ιταλική επιρροή της όπερας και παρωδεί τη θέση των Πιτσινιστών, σύμφωνα με τους οποίους η μουσική διαμόρφωση της άριας αγνοεί εντελώς το λόγο.
[7] Οι σκηνές ανσάμπλ κατέχουν έναν ξεχωριστό ρόλο στο έργο του Strauss. Παράλληλα με τα σεπτέτα και τα σεξτέτα υπάρχουν και τρία οκτέτα. Από αυτά τα δύο είναι τα ανσάμπλ. Ένα τρίτο οκτέτο ακούγεται από το υπηρετικό προσωπικό, όταν οι πρωταγωνιστές έχουν πια εγκαταλείψει τη σκηνή. Σαυτούς μένει να εκφράσουν την αλήθεια: «Das war ein schöner Lärm - und alle durcheinander!» (Αυτή ήταν μια ωραία φασαρία - και όλοι συγχρόνως!) (11η σκηνή). Και τα τρία οκτέτα είναι συμπυκνώσεις, σχεδόν καρικατούρες, των τυπικών ανσάμπλ της όπερας.
[8] Ο Strauss ήταν πολύ ικανοποιημένος με τη μουσική την ώρα που έφεγγε το φως του φεγγαριού στην αίθουσα πριν την τελευταία εμφάνιση της κόμισσας. Η μελωδία προήλθε από το δικό του σατιρικό κύκλο τραγουδιών «Kremerspiegel» του 1918 και τον μετέτρεψε σε μια σερενάτα πνευστών γεμάτη ρομαντισμό και μαγεία, ένα κομμάτι που παίζεται πια και εκτός όπερας.
[9] Για τελευταία φορά η κόμισσα ερμηνεύει το επίμαχο σονέτο, καθώς συνοδεύει τον εαυτό της μουσικά στην άρπα. Με τον τρόπο αυτόν το κάνει δικό της. Μουσική και ποίηση ενώθηκαν σε κάτι καινούργιο. Δεν μπορεί να απομονωθεί ούτε το κομμάτι του ποιητή ούτε του συνθέτη. Στο προσκήνιο θριαμβεύει τώρα μόνο η ερμηνεία.
[10] Στο μονόλογο της κόμισσας, προς το τέλος του έργου, ο Strauss αφήνει τη μουσική να κυλήσει ακολουθώντας το συναίσθημα. Επειδή ακριβώς η μουσική συνοδεία ήταν σε όλη τη διάρκεια μια διακριτική συνοδεία των δρώμενων, η πλούσια αυτή ενορχηστρωμένη τελική σκηνή προκαλεί τη συγκίνηση. Η αντίθεση που προκαλεί το ειρωνικό τέλος είναι εξαιρετικά απότομη: το δείπνο, που είναι έτοιμο στο σαλόνι, είναι πιο σημαντικό από την τέχνη, τη διανόηση και το πάθος.

«Nabuco» - Η ιστορία του έργου

Η όπερα Nabuco είναι ένα παράδειγμα για το πόσο διαχρονικά μπορούν να είναι τα έργα του μουσικού θεάτρου. Η υπόθεση διαδραματίζεται τον 6ο αιώνα π.Χ. Η πρεμιέρα του έργου έγινε το 1842, αγγίζει όμως ακόμα και σήμερα τις καρδιές των θεατών.

Όταν ο Giuseppe Verdi (1813-1901) ήταν μόλις ενός έτους, ο Ναπολέων ηττήθηκε και στάλθηκε στη νήσο Έλβα εξόριστος. Ήταν ο άνδρας που στο παρελθόν είχε ενώσει τις μικρές πόλεις-κράτη και τα δουκάτα της Ιταλίας σ’ ένα βασίλειο. Τώρα οι νικηφόρες δυνάμεις τα χώρισαν και πάλι. Η ιδέα, όμως, για μια ενωμένη, ανεξάρτητη Ιταλία είχε ανθίσει: η αναγέννηση.
Ο Βέρντι καταγόταν από ταπεινή οικογένεια και ο έμπορος Αντόνιο Μπαρέτσι ήταν αυτός που χρηματοδότησε τη μουσική του εκπαίδευση. Το Κονσερβατουάρ στο Μιλάνο τον απέρριψε, επειδή ο 15χρονος τότε Βέρντι θεωρήθηκε πολύ μεγάλος για την εισαγωγή του. Έτσι ο Βέρντι σπούδασε κοντά σ’ έναν μουσικό της Σκάλας. Το 1836 παντρεύεται την κόρη του Μπαρέτσι, Μαργαρίτα. Τρία χρόνια αργότερα ανεβάζει την πρώτη του όπερα «Ομπέρτο» στη Σκάλα του Μιλάνου. Τότε τον χτυπάει η μοίρα: το 1840 πεθαίνει ο μικρός του γιος Ιτσίλιο, μετά από λίγο η κόρη του Βιργινία και το καλοκαίρι η γυναίκα του. Παράλληλα με τα τραγικά αυτά γεγονότα συνθέτει την εύθυμη όπερα «Un giorno di regno» (Μια μέρα βασιλιάς), η οποία δέχεται άσχημες κριτικές στο Θέατρο της Σκάλας και αποσύρεται αμέσως. Απογοητευμένος ο Βέρντι θέλει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, το Μπουσέτο, και να εγκαταλείψει τη μουσική.
Δύο χρόνια όμως αργότερα, ο ατζέντης Μπαρτολομέο Μερέλι του δίνει το λιμπρέτο του Nabuco του Θεμιστοκλή Σολέρα, το οποίο είχε αρνηθεί πρωτύτερα ο Ότο Νικολάι. Το ενδιαφέρον του Βέρντι για την όπερα ξυπνάει και πάλι. Η ιστορία του αγώνα των Εβραίων ενάντια στην τυραννία του Ναβουχοδονόσορ ίσως του φάνηκε σαν μεταφορά για τον αγώνα των συμπατριωτών του ενάντια στην αυστριακή κατοχή, όπως άλλωστε το εξέλαβαν και οι μετέπειτα ακροατές του. Όπως ακουμπάει το χειρόγραφο, ανοίγει τυχαία στη σελίδα με την μετέπειτα χαρακτηριστική φράση «Va pensiero, sullali dorate» (Πέτα σκέψη, πάνω σε χρυσά φτερά), θα γράψει ο ίδιος ο Βέρντι. Για μια ολόκληρη νύχτα συνεχίζει να το διαβάζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει το βιβλίο, ο Μερέλι του λέει: «Γράψε τη μουσική γι’ αυτό» και τον πιέζει να πάρει το λιμπρέτο. «Τι να έκανα, λοιπόν...» γράφει ο Βέρντι, «μια μέρα μια σειρά, την επομένη άλλη μία, εδώ μια νότα, εκεί μια μελωδία, κομμάτι - κομμάτι δημιουργήθηκε η όπερα».

Διάσημος σε μια νύχτα
Η πρεμιέρα του Nabuco στις 9 Μαρτίου του 1842 στο Μιλάνο έκανε τον Βέρντι διάσημο σε μια νύχτα: «Αυτή είναι η όπερα, με την οποία στα αλήθεια ξεκινά η καλλιτεχνική μου πορεία», έκρινε ο συνθέτης. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1850 πολλοί εύχονταν στον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β’ της Σαρδηνίας και του Πιεμόντε να γίνει βασιλιάς μιας ενωμένης Ιταλίας, ακούστηκε η ιαχή «Ζήτω, Βέρντι». Με αυτό εννοούσαν τον «Vittorio Emanuele, Re DItalia» (Βίκτωρα Εμμανουήλ, Βασιλιά της Ιταλίας), αλλά και τον πατριώτη συνθέτη. Η επιτυχία της όπερας βοήθησε τον Βέρντι και σε προσωπικό επίπεδο: Η Αβιγαία, η ηρωίδα του Nabuco, ενσαρκώθηκε στην πρεμιέρα το 1842 από την Τζουζεπίνα Στρεπόνι, η οποία έμελλε να γίνει σύντροφός του.
Ο Βέρντι πέθανε 88 ετών και κηδεύτηκε λιτά σύμφωνα με την επιθυμία του. Ο συνθέτης τιμήθηκε συνοδευόμενος από τον εθνικό ύμνο. Στο τέλος ακούστηκε από τους σολίστες της χορωδίας του Θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου το «Va pensiero». Σταδιακά προστέθηκαν και οι φωνές του συγκεντρωμένου πλήθους στους δρόμους.
Ακόμα και σήμερα ο Nabuco είναι μια από τις πιο γνωστές όπερες του Βέρντι. Ο αριθμός των παραστάσεων είναι χαρακτηριστικός: μόνο στη σεζόν 2006-2007 παιζόταν σε 20 μεγάλα θέατρα του κόσμου.

Θεμιστοκλής Σολέρα (1815-1878)
Ο Θεμιστοκλής Σολέρα, λιμπρετίστας, συνθέτης και ιμπρεσάριος, γεννήθηκε στη Φεράρα. Σαν έφηβος έφυγε από το σπίτι του κρυφά και έγινε μέλος σ’ ένα τσίρκο. Το 1839 έγινε μόνιμος λιμπρετίστας και σκηνοθέτης στο Θέατρο Σκάλας του Μιλάνου (μέχρι το 1845). Εκεί ανέβασε και δύο δικές του όπερες με δικά του λιμπρέτα, το «Ιλντεγκόντα» (1840) και το «Il contadino dAgliate» (1841), δίχως όμως επιτυχία. Ο Σολέρα έγραψε για τον Βέρντι πρώτα το βιβλίο για την πρώτη όπερα του συνθέτη «Ομπέρτο» (1839), πριν από τον «Nabuco». Ακολούθησαν ως πατριωτικά τα έργα «Οι Λομβαρδοί» (1843) και η «Ιωάννα της Λορένης» (1845). Το λιμπρέτο για τον «Αττίλα» (1846) το άφησε στη μέση και το ολοκλήρωσε ο Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, καθώς ακολούθησε την τραγουδίστρια σύζυγό του στην Ισπανία.
Για την παραμονή του Σολέρα στην Ισπανία υπάρχουν ιστορίες για μονομαχίες, απόπειρες δολοφονίας και ερωτικές περιπέτειες, μεταξύ άλλων και με τη βασίλισσα Ισαβέλλα. Η ισπανική του όπερα «La Hermana de Pelayo» (Η αδελφή του Πελάγιο) παίχτηκε στη Μαδρίτη το 1845.
Δέκα χρόνια αργότερα ο Σολέρα αναγκάστηκε να φυγαδευτεί λόγω πολιτικών ραδιουργιών. Υποτίθεται ότι ήταν κατάσκοπος στις υπηρεσίες του Ναπολέοντα Γ’, ότι αναδιοργάνωσε την αιγυπτιακή αστυνομία κι ότι δούλεψε ως νεροκουβαλητής. Κατά τη δεκαετία του 1860 λέγεται ότι διέθετε ένα μαγαζί με αντίκες. Πέθανε μόνος το 1878 και κηδεύτηκε στο Μιλάνο.

Ναβουχοδονόσωρ - Βασιλιάς της Βαβυλώνας
Ο σημαντικότερος μονάρχης του βαβυλωνιακού βασιλείου αναφέρεται στη Βίβλο ως ο υπεύθυνος για την αιχμαλωσία των Εβραίων (όπως και στο έργο του Βέρντι). Ο γιος του ιδρυτή του βαβυλωνιακού βασιλείου βασίλεψε από το 605 μέχρι το 562 π.Χ. Κυρίευσε τους Ασσύριους, περιόρισε την επιρροή των Αιγυπτίων και των άλλων παρακείμενων κρατιδίων, μεταξύ αυτών και του βασιλείου του Ιούδα, οι οποίοι έπρεπε να πληρώνουν φόρο υποτελείας.

Τα γεγονότα του 586 π.Χ.
Ο Ιουδαίος βασιλιάς Ιωακείμ υποδουλώθηκε στον Ναβουχοδονόσωρ το 606 π.Χ. και μετά από τρία χρόνια επαναστάτησε. Τα βαβυλωνιακά στρατεύματα που έστειλε ο Ναβουχοδονόσωρ τον νίκησαν και κατέστησαν βασιλιά τον γιο του, Ιωαχείν, που και αυτός αργότερα επαναστάτησε. Τελικά, το 597 π.Χ. Ιωαχείν παραδόθηκε στον Ναβουχοδονόσωρ. Το ανάκτορό του και ο Ναός της Ιερουσαλήμ λεηλατήθηκαν. Η επόμενη εξέγερση υπό τον Σεδεκία απέτυχε επίσης: όλες οι πόλεις της Ιουδαίας έπεσαν στα χέρια του εχθρού, η Ιερουσαλήμ συνθηκολόγησε στις 9 Ιουλίου του 586 π.Χ. Η βασιλική οικογένεια και όλοι οι αριστοκράτες καθώς και οι τεχνίτες μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα, μεταξύ αυτών και οι προφήτες Ιεζεκιήλ και Δανιήλ. Ο τελευταίος ερμήνευσε τα όνειρα του Ναβουχοδονόσωρ κι αναφέρεται στη Βίβλο ότι ο βασιλιάς πίστεψε στον Γιαχβέ, τον Θεό των Εβραίων και ότι έτσι σώθηκε από την τρέλα.
Ακόμα και στην pop μουσική, ο γνωστός στίχος «Στα ποτάμια της Βαβυλώνας» (By the rivers of Babylon) κάνει λόγο για την αιχμαλωσία των Εβραίων, η οποία, όμως, μακροπρόθεσμα ήταν αβάστακτη. Στην εξορία, εξαιτίας της καταστροφής του Ναού στην Ιερουσαλήμ ιδρύθηκαν οι πρώτες συναγωγές.
Ο Ναβουχοδονόσωρ δεν ήταν όμως μόνον ένας τύραννος. Υπήρξε προοδευτικός υποστηρικτής της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Δημιουργήθηκαν κανάλια, δεξαμενές νερού καθώς και μια πληθώρα από κτίρια. Εννιά στα δέκα τούβλα στα ερείπια της αρχαίας Βαβυλώνας φέρουν τη σφραγίδα του.