8/2/11

«Φάλσταφ» του Αντόνιο Σαλιέρι

Ο «Φάλσταφ» είναι μια επινόηση του Σαίξπηρ, αν και ο ποιητής βασίστηκε σε ιστορικά πρόσωπα. Ο κατεργάρης Φάλσταφ που δρα ανενόχλητος στη μικρή πόλη του Ουίνσδωρ και τελικά λαμβάνει ανάλογη τιμωρία, ενέπνευσε πολλούς συνθέτες για εύθυμες όπερες. Ο «Φάλσταφ» του Σαλιέρι συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις πιο επιτυχημένες από αυτές.

Α’ Πράξη (Ο Φάλσταφ μέσα στον Τάμεση)
Μετά την εισαγωγή, όπου κυριαρχούν χορευτικά κομμάτια,[1] η αυλαία ανοίγει, και στη σκηνή αποκαλύπτεται μια κατάμεστη αίθουσα χορού. Η γιορτή λαμβάνει χώρα στο σπίτι του κυρίου Σλέντερ στην πόλη Ουίνσδωρ. Η αίθουσα είναι μεγάλη, αλλά η διακόσμησή της λιτή, ενώ μερικά κηροπήγια φωτίζουν το χώρο προσδίδοντας ζεστασιά. Τα σκηνικά και η ατμόσφαιρα της όπερας πείθουν το θεατή ότι η πλοκή διαδραματίζεται την εποχή του Σαίξπηρ, ο οποίος είναι κι ο «πνευματικός πατέρας» του ήρωα Φάλσταφ. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τα λιτά χρώματα σε καφέ, γκρι και μπλε τόνους. Τα κοστούμια, όμως, προέρχονται από ένα απροσδιόριστο παρελθόν.
Ενώ οι καλεσμένοι σηκώνουν τα ποτήρια τους για να κάνουν πρόποση στους οικοδεσπότες τους «Viva il commune amico!» (Να ζήσει ο φίλος μας!),[2] ένας από τους καλεσμένους, ο σερ Τζον Φάλσταφ πολιορκεί ερωτικά την κυρία Σλέντερ και την κυρία Φορντ. Οι δύο κυρίες βρίσκουν τον παράξενο ιππότη (τον οποίον κανείς δεν τον είχε προσκαλέσει και απλώς είναι περαστικός από την πόλη τους)πιο πολύ διασκεδαστικό παρά γοητευτικό: «Τι ανόητος!» και οι κύριοι σχολιάζουν: «Ή κομπάζει ή μιλάει το κρασί!». Ο Φάλσταφ δεν ενδιαφέρεται για τα σχόλια. Αντίθετα τραγουδά και χορεύει εύθυμος, κρατώντας μια κούπα κρασί στο χέρι του: «Sia pur lultimo bicchiere» (Αυτό θα είναι το τελευταίο μου ποτήρι).
Οι πραγματικές προθέσεις του απρόσκλητου επισκέπτη είναι τα χρήματα των δύο κυριών, ενώ, παράλληλα, ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι έχει κλέψει την καρδιά τους. Οι δύο κυρίες όμως έχουν διαφορετικά σχέδια για τον άγνωστο επισκέπτη... ίσως μια φάρσα.
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο απέριττο, σχεδόν φτωχικό, δωμάτιο του Φάλσταφ, το οποίο βρίσκεται στο πανδοχείο «Αιγόκερος». Στο δωμάτιο του Φάλσταφ υπάρχει μόνο μια πολυθρόνα και μια βαλίτσα-ντουλάπα. Ο Μπαρντόλφο, ο υπηρέτης του Φάλσταφ, εκφράζει τα παράπονά του για το αφεντικό του. Η αμοιβή του είναι «μαγκουριές» και ποτέ χρήματα. Ο Φάλσταφ, ενώ είναι καταχρεωμένος, «νύχτες ολόκληρες τρώει και πίνει».
Όταν ο Φάλσταφ επιστρέφει, ρωτά τον υπηρέτη του αν άκουσε κάτι για τις οικογένειες Σλέντερ και Φορντ κι αν οι κυρίες αυτές έχουν πρόσβαση στα χρήματα των συζύγων τους. Δεν παραλείπει μάλιστα να υπερηφανευτεί για το πόσο γοητευτικός καβαλιέρος είναι.
Για να προσεγγίσει περισσότερο τις κυρίες, ο Φάλσταφ γράφει μια ερωτική επιστολή σε καθεμιά. Ο υπηρέτης θα παραδώσει τα γράμματα, αφού όμως ενημερώσει κρυφά τους συζύγους Σλέντερ και Φορντ για τις προθέσεις του Φάλσταφ! Έτσι θα κερδίσει ένα γερό χαρτζιλίκι.
Σ’ ένα δρόμο στο Ουίνσδωρ... Ο κύριος Φορντ επιστρέφει από το ταξίδι του και χαίρεται που θα ξαναβρεθεί κοντά στη γυναίκα του: «Vicini a rivedere» (Σύντομα θα ξαναδώ τη γλυκιά μου γυναίκα). Όταν όμως βλέπει τον Μπαρντόλφο να βγαίνει από το σπίτι του, αρχίζει να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά... Πιστεύει ότι οι γυναίκες έχουν μια φυσική κλίση προς την απιστία. Γι’ αυτό, θα περάσει πρώτα από το φίλο του, τον Σλέντερ. Ίσως να γνωρίζει κάτι.
Στο σπίτι των Σλέντερ, η κυρία Σλέντερ εισβάλλει οργισμένη στη σάλα, κουνώντας την επιστολή του Φάλσταφ: «Αυτό το βαρέλι να μου στείλει τέτοιο γράμμα! Τον συνάντησα δύο φορές, αλλά δεν του έδωσα τέτοιο δικαίωμα. Κι αυτός ο μέθυσος μου προτείνει κάτι τόσο ξεδιάντροπο;». Εκεί υπάρχει μόνο μια απάντηση: «Vendetta, si vendetta!» (Εκδίκηση! Γλυκιά εκδίκηση!).[3]
Η κυρία Σλέντερ δεν έχει συνέλθει ακόμα από την ταραχή, όταν την επισκέπτεται η φίλη της. Η κυρία Σλέντερ δείχνει στη φίλη της την επιστολή και η κυρία Φορντ βγάζει αμέσως ένα γράμμα από το μανίκι της. Οι δυο κυρίες διαπιστώνουν ότι τα κείμενα του Φάλσταφ είναι πανομοιότυπα: «La stessa! La stessissima!» (Δε διαφέρουν ούτε και στο κόμμα!).[4] Αποφασίζουν να καλέσουν τον Φάλσταφ στο σπίτι της κυρίας Φορντ (η κυρία Φορντ πιστεύει ότι ο σύζυγός της συνεχίζει το ταξίδι του) για να στήσουν μια παγίδα στο κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτο καβαλιέρο.
Όταν οι δυο κυρίες βγαίνουν από το δωμάτιο για να σχεδιάσουν τις λεπτομέρειες της εκδίκησής τους, εμφανίζονται ο κύριος Σλέντερ, ο κύριος Φορντ και ο Μπαρντόλφο. Ο υπηρέτης έχει ενημερώσει τους συζύγους για τις προθέσεις του Φάλσταφ. Η αποκάλυψη αυτή προβληματίζει τον κύριο Φορντ, που δεν έχει ακόμα πειστεί για την αφοσίωση της γυναίκας του. Ο κύριος Σλέντερ, από την άλλη, εμπιστεύεται τη γυναίκα του.
Ο κυρίες εμφανίζονται και πάλι γελώντας με το σχέδιο που έχουν καταστρώσει για να εκδικηθούν τον Φάλσταφ. Οι άνδρες καταλαβαίνουν μόνο ότι η απουσία του κυρίου Φορντ θα είναι σημαντική για το σχέδιό τους. Το εύθυμο «Oh, quanto vogliam ridere» (Θα γίνει μεγάλη πλάκα) των γυναικών καταλήγει σ’ έναν καβγά με τους συζύγους, στη διάρκεια του οποίου εκτελείται από τους τέσσερις ένα συναρπαστικό κουαρτέτο.[5] Στη συνέχεια, οι δυο γυναίκες εγκαταλείπουν τη σκηνή.
Ο Φορντ, παριστάνοντας τον ξάδελφό του, θα επισκεφτεί τον Φάλσταφ στον «Αιγόκερο» για να αποκτήσει ο ίδιος εικόνα της κατάστασης. Ο κύριος Σλέντερ θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν γελοίο: «Venga, venga pure il cavaliere» (Ο ιππότης ας ετοιμάσει την πανοπλία του).
Στο φτωχό δωμάτιο του Φάλσταφ, εμφανίζεται μια «Γερμανίδα» (είναι η κυρία Φορντ μεταμφιεσμένη) η οποία τραγουδά σ’ αυτή την ιταλική όπερα πράγματι γερμανικά: «Guten morgen, mein Herr» (Καλημέρα, κύριε). Στην απίστευτα κωμική δίγλωσση σκηνή, η «Γερμανίδα» παραδίδει στον Φάλσταφ μια πρόσκληση από την κυρία Φορντ. Όταν ο Φάλσταφ φλερτάρει τη «Γερμανίδα», η γυναίκα αντιδρά με το «Oh die Männer kenn ich schon» (Τους ξέρω εγώ τους άντρες).[6]
Μετά από λίγο ο υπηρέτης ανακοινώνει την άφιξη ενός επισκέπτη με το όνομα Μπροκ (ο κύριος Φορντ ντυμένος ως κομψός ευπατρίδης). Είναι τόσο ερωτευμένος με την ενάρετη κυρία Φορντ! Αν ο Φάλσταφ (γνωστός για τις επιτυχίες του στις κυρίες) κατάφερνε να αποπλανήσει την κυρία Φορντ, τότε ο «Μπροκ», που είναι ερωτευμένος με την κυρία Φορντ, θα μπορούσε να την πολιορκήσει πιο εύκολα. Γι’ αυτή τη χάρη ο «Μπροκ» προσφέρει στον Φάλσταφ ένα ολόκληρο πουγκί με χρυσά νομίσματα, που φυσικά ο Φάλσταφ αποδέχεται. Ο Φάλσταφ, παρακινημένος από τη ματαιοδοξία του, αποκαλύπτει ότι έχει λάβει ήδη μια πρόσκληση από την κυρία Φορντ. Ο Φορντ, μόλις μένει μόνος του, ξεσπά οργισμένος: «Or degli affani I palpiti» (Η ανησυχία των τελευταίων ημερών).[7]
Οι κυρίες ετοίμασαν με τη βοήθεια των υπηρετριών ένα καλάθι για άπλυτα. Σ’ αυτό θα κρύψουν τον Φάλσταφ και στη συνέχεια οι υπηρέτες θα τον πετάξουν στον Τάμεση. Όταν ο Φάλσταφ αρχίζει να πολιορκεί την κυρία Φορντ, ξαφνικά ανακοινώνεται η άφιξη του κυρίου Φορντ, και ο επίδοξος εραστής πρέπει να μπει μέσα στο καλάθι. Τον καλύπτουν με άπλυτα και οι υπηρέτες τον μεταφέρουν έξω. Ο Φορντ εισβάλλει με ένα πλήθος από φίλους, αλλά η αναζήτηση του Φάλσταφ μένει άκαρπη. Το καλάθι μεταφέρεται ήδη προς τον Τάμεση.

Β’ Πράξη (Ένα μάθημα στον επίδοξο ιππότη)
Η υπηρέτρια Μπέτι περιγράφει στις δύο κυρίες πώς πέταξαν οι υπηρέτες τον Φάλσταφ από το καλάθι μέσα στον Τάμεση και πώς σκαρφάλωσε με δυσκολία σαν βρεγμένος ποντικός στην όχθη. Οι κυρίες, ενθουσιασμένες με την επιτυχία του σχεδίου τους, θέλουν να δώσουν και άλλο ένα μάθημα στον ξένο κατεργάρη.
Στο δωμάτιο του Φάλσταφ στο πανδοχείο: Ο «ιππότης», τυλιγμένος με πετσέτες, παραπονιέται για τη γνωριμία του με το υγρό στοιχείο. Σχεδόν θα είχε καταλήξει τροφή για τα ψάρια! Ένα ζεστό κονιάκ θα τον συνεφέρει. Όταν μπαίνει η Μπέτι, ο Φάλσταφ εκφράζει την αγανάκτησή του για την κυρία Φορντ, μα η Μπέτι του δίνει μια επιστολή στην οποία η κυρία Φορντ του ζητά συγγνώμη και ένα νέο ραντεβού. Ο υπηρέτης αντιλαμβάνεται την παγίδα, αλλά ο Φάλσταφ δέχεται.
Ο «Μπροκ» επισκέπτεται και πάλι τον Φάλσταφ για να μάθει τα νέα με τις ερωτικές προσεγγίσεις του προς την κυρία Φορντ. Όταν ο Φάλσταφ αναφέρεται στην περιπέτειά του με το καλάθι των άπλυτων, επιβεβαιώνει στον Φορντ την υποψία του ότι ήταν στο σπίτι τη στιγμή που τον έψαχνε. Η ζήλια και η οργή του συζύγου φουντώνουν ακόμα πιο πολύ, όταν μαθαίνει για το επόμενο ραντεβού: «Furie che mi agitate» (Οι Μαινάδες που με οδηγούν θα χορτάσουν).
Στη σάλα πια του σπιτιού των Φορντ, η κυρία «εξομολογείται» τον έρωτά της στον Φάλσταφ. Αλλά και πάλι ο Φάλσταφ πρέπει να εξαφανιστεί γρήγορα, επειδή η κυρία Σλέντερ τους ανακοινώνει ότι ο κύριος Φορντ είναι έξαλλος από ζήλια και ότι μπορεί να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή. «Per carità, celatevi» (Κρύψου κάπου),[8] εκλιπαρεί η κυρία Φορντ. Καλύτερα, όμως, ο Φάλσταφ να φορέσει τα ρούχα της γηραιάς «θείας». Η είσοδος της θείας στο σπίτι αυτό απαγορεύεται, και ο κύριος Φορντ δε θα διστάσει ούτε στιγμή να την πετάξει έξω.
Ο Φορντ και οι φίλοι του ψάχνουν σε όλο το δωμάτιο, χωρίς αποτέλεσμα. Θυμωμένος ξυλοκοπά τη «θεία» και την πετάει έξω από το σπίτι, όπως ήταν και να αναμενόμενο να συμβεί.
Μια πετυχημένη φάρσα! Αλλά δεν είναι αρκετή. Οι δυο κυρίες έχουν ένα τρίτο σχέδιο... Θέλουν, όμως, πρώτα να εξηγήσουν τα πάντα στους συζύγους τους για να σχεδιάσουν από κοινού την τελευταία τιμωρία του Φάλσταφ.
Στο δρόμο (η σκηνή είναι σχεδόν σκοτεινή) η «θεία» παρενοχλείται από τους φίλους του Φορντ και του Σλέντερ. Θέλουν να τους πει τη μοίρα τους. Είναι ένα κωμικό ενδιάμεσο κομμάτι, μια ευκαιρία για τον Φάλσταφ να πάρει εκδίκηση από αυτούς που συμμετείχαν στη δίωξή του: προλέγει σε καθέναν ξεχωριστά ένα φρικτό μέλλον.
Στο δωμάτιο του Φάλσταφ, στο πανδοχείο, τον επισκέπτεται και πάλι η «Γερμανίδα» και του παραδίνει μια πρόσκληση της κυρίας Φορντ για μια συνάντηση στο δάσος. Και μετά του του διευκρινίζει: Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται πάντα σε μια βελανιδιά ένας επισκέπτης, που φοράει κέρατα ελαφιού. Κανείς δεν τολμάει να πλησιάσει αυτό το σημείο. Γι’ αυτό το λόγο, αν φορέσει ο Φάλσταφ κέρατα ελαφιού, δε θα τους ανακαλύψει κανείς. Παρότι ο Φάλσταφ δεν έχει πλέον καμιά διάθεση να δεχθεί την πρόσκληση (θυμάται πολύ καλά τη βουτιά στον Τάμεση και η πλάτη του είναι ακόμα πράσινη και μπλε από τις μελανιές), υποχωρεί τελικά έπειτα από τα παρακάλια της «Γερμανίδας». Είναι έτοιμος να κατακτήσει επιτέλους την κυρία Φορντ.
Ο «Μπροκ» ρωτάει και πάλι πώς πηγαίνει το θέμα με την αποπλάνηση της κυρίας Φορντ. Ο Φάλσταφ του λέει για το ξύλο που έφαγε φορώντας γυναικεία ρούχα και αποκαλύπτει το σχέδιο για το ραντεβού στο δάσος. Ο «Μπροκ» προθυμοποιείται να του δανείσει κέρατα από ελάφι.
Η τελευταία σκηνή διαδραματίζεται στο δάσος του Ουίνσδωρ, στο οποίο βλέπουμε φαίνεται στο μέσο ενός ξέφωτου τη γνωστή βελανιδιά. Τα δυο ζευγάρια, η Μπέτι και μερικοί υπηρέτες πλησιάζουν σιγά-σιγά και πριν ξεκινήσει το ταραχώδες φινάλε, ο κύριος Φορντ κοντοστέκεται και ερμηνεύει μια άρια για τη δύναμη της ζήλιας: «Reca in amor la gelosia» (Η ζήλια είναι αρρωστημένη αγάπη).[9] Ο κύριος Φορντ και η σύζυγός του δείχνουν να έχουν συμφιλιωθεί. Τότε, όλοι παίρνουν τις θέσεις τους για το τελευταίο μάθημα του Φάλσταφ: «Siete già qui?» (Είστε έτοιμοι;).[10]
Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται ο Φάλσταφ φορώντας τα κέρατα ελαφιού. Έχει επίγνωση της γελοίας κατάστασής του, αλλά την αποδέχεται με σκοπό να κατακτήσει την κυρία Φορντ. Τελικά δεν έρχεται μόνο η κυρία Φορντ, αλλά και η κυρία Σλέντερ. Ο Φάλσταφ ενθουσιάζεται: «Πάρτε έναν ώμο μου η καθεμιά».
Ξαφνικά ακούγεται φασαρία που τρέπει τις κυρίες σε φυγή. Ένα πλήθος «φαντασμάτων» εμφανίζεται στη σκηνή και δημιουργεί με πυρσούς ένα τρομακτικό πανδαιμόνιο. Η «βασίλισσα των ξωτικών» (κυρία Φορντ) θέλει να διαπιστώσει την ενοχή ή την αθωότητα του Φάλσταφ, διατάζοντας μια «δοκιμασία της φωτιάς». Δυστυχώς, η επαφή με τις φλόγες αποδεικνύεται οδυνηρή, είναι λοιπόν ένοχος!
Όλοι χορεύουν γύρω από τη βαλανιδιά και τον Φάλσταφ, τον λοιδορούν και τον τσιμπούν και τελικά βγάζουν τις μάσκες τους. Ο Φάλσταφ αντιλαμβάνεται ότι έσφαλε εξαιτίας της πλεονεξίας του και μην έχοντας άλλη επιλογή, ορκίζεται να μη παρενοχλήσει ποτέ ξανά συζύγους άλλων ανδρών. Αλλά ο κύριος Σλέντερ τον προειδοποιεί: Αν δε συμμορφωθεί, να θυμάται πάντα: «Νερό, μαγκούρα, φωτιά».


[1] Ο Σαλιέρι υιοθέτησε από τον μέντορά του, τον Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787) την ιδέα ότι η εισαγωγή θα πρέπει να προετοιμάζει το κοινό για την πλοκή του έργου. Η συμφωνία «Φάλσταφ» αποτελείται από μια σειρά χορών της Αυλής, που προετοιμάζουν τη σκηνή του χορού, με την οποία ξεκινά η Α’ Πράξη. Ο Σαλιέρι έγραψε ότι ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι παρευρισκόμενοι χόρευαν ακόμα και πριν σηκωθεί η αυλαία. Όπως και η εισαγωγή του έργου «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (1786) του Μότσαρτ, με την οποία εντοπίζονται πολλά κοινά σημεία, έτσι και η συμφωνία του Σαλιέρι βρίσκεται σε κλίμακα ρε μείζονα. Εκεί που ο Μότσαρτ κατεβάζει τις τονικές ακολουθίες, ο Σαλιέρι απαντάει με το να ανεβάσει δραστικά τα παλιού τύπου μοτίβα.
[2] Η εισαγωγή είναι «πολύπλευρη και γεμάτη ζωντάνια», ανέφερε ο Σαλιέρι στα σχίλιά του για την παρτιτούρα, τα οποία συνέταξε όταν επεξεργάστηκε το 1822 τα έργα του. Η έμπνευση για την πλούσια σε μελωδικότητα εισαγωγική σκηνή με τους μουσικούς, που παίζουν ένα μινουέτο, μπορεί να προήλθε από τις χορευτικές σκηνές του «Φίγκαρο» και του «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ.
[3] Η κυρία Σλέντερ παρουσιάζεται σαν ένας παθιασμένος χαρακτήρας με την άρια της για εκδίκηση, ενώ την ίδια στιγμή ο σύζυγός της αντιπροσωπεύει τη νηφαλιότητα της αστικής τάξης που διακατέχεται από έντονη ζήλια. Η άρια αυτή θα έπρεπε να ερμηνευτεί από μια μετζοσοπράνο, με μια καθαρή, δυναμική φωνή, έγραψε ο Σαλιέρι. Όπως αυτή η άρια, έτσι και πολλές όπερες του Σαλιέρι προσανατολίζονται κυρίως στο να δημιουργούν έντονες εντυπώσεις στο κοινό.
[4] Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) συνέθεσε την ίδια χρονιά της πρεμιέρας του «Φάλσταφ» (1799), έναν κύκλο με μουσικές εναλλαγές για πιάνο και το ντουέτο των δύο γυναικών.
[5] Η συνάντηση των δύο κυριών εξελίσσεται σ’ ένα έξυπνο κουαρτέτο. Μπλέκονται σ’ ένα συναισθηματικό κυκεώνα, όπως μπορεί να παρουσιαστεί μόνο μέσα από την όπερα. Ο Σαλιέρι απαιτούσε εδώ καλοπαιγμένη δράση.
[6] Στο έργο του Σαίξπηρ, ένας ήρωας μιλά «frenglish» (γαλλικά-αγγλικά), κάποιος άλλος τη διάλεκτο της Ουαλίας και, τέλος, υπάρχει και ένα μάθημα λατινικών. Ο Ντεφραντσέσκι θέλοντας να διατηρήσει το παιχνίδι αυτό στο συμπυκνωμένο λιμπρέτο του σκέφτηκε τη μεταμφίεση της κυρίας Φορντ σε «Γερμανίδα». Το κοινό της Βιέννης θα ήταν ενθουσιασμένο με το παρασκήνιο του ανταγωνισμού μεταξύ της ιταλικής και της τότε ακόμα μικρής γερμανικής παράδοσης στην όπερα.
[7] Ο σοβαρός κύριος Φορντ εμφανίζεται αργά στη σκηνή. Αυτό τον διαχωρίζει από τους άλλους. Η μουσική του είναι τόσο ηρωική όσο και λυρική. Οι τρεις άριές του ακολουθούν ύστερα από κάθε εμφάνιση του Φάλσταφ, για να τονιστεί η περίπλοκη σχέση τους. Όλες είναι γεμάτες ένταση, ιδιαίτερα αυτή η εκφραστική άρια με συνοδεία κλαρινέτων. Η ενορχήστρωση της όπερας περιλαμβάνει εκφραστικά σόλο, ακόμα και για το τσέλο, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τη μουσική εκείνης της εποχής. Ακόμα και οι επεμβάσεις σεκόντο των τσέμπαλων έχουν μελετηθεί σχολαστικά.
[8] Η μεταμφίεση του Φάλσταφ σε γυναίκα είναι μια αναφορά στον μεταμφιεσμένο Χερουβίμ στον «Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Το ξέπνοο αλέγκρο ντουέτο μεταξύ του Φάλσταφ και της κυρίας Φορντ και το ακόλουθο τρίο με την κυρία Σλέντερ θυμίζει το πανικόβλητο ντουέτο πριν από το άλμα του Χερουβίμ για την ελευθερία. Ο Σαλιέρι έγραψε: Το τρίο χειροκροτούσαν πάντα όταν ερμηνευόταν φλογερά.
[9] Η ιδέα για τον αντίλαλο της χορωδίας στην άρια αυτή προέκυψε μετά από τις πρώτες πρόβες, όπως δήλωσε ο Σαλιέρι. Ταίριαζε με τα σκηνικά, τη νύχτα στο δάσος.
[10] Το φινάλε του Φάλσταφ θυμίζει το τέλος του έργου «Οι γάμοι του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Η εύθυμη και έξυπνη παρέα από το Ουίνσδωρ έδωσε ένα καλό μάθημα στον Φάλσταφ με σκοπό τη συμμόρφωσή του. Από το «Είστε έτοιμοι;», τα θεαματικά γεγονότα συνοδεύονται από μια ταραχώδη μουσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου